στρατευτικός: Difference between revisions

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
(c2)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=strateftikos
|Transliteration C=strateftikos
|Beta Code=strateutiko/s
|Beta Code=strateutiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">inclined to war, warlike</b>, <span class="bibl">Alex.234</span> (Sup.).</span>
|Definition=στρατευτική, στρατευτικόν, [[inclined to war]], [[warlike]], Alex.234 (Sup.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0951.png Seite 951]] = [[στρατευματικός]], im superlat. Chaeremon bei Ath. XIII, 562 f.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0951.png Seite 951]] = [[στρατευματικός]], im superlat. Chaeremon bei Ath. XIII, 562 f.
}}
{{ls
|lstext='''στρᾰτευτικός''': -ή, -όν, ἔχων κλίσιν εἰς τὸν πόλεμον, [[φιλοπόλεμος]], Χαιρήμ. παρ’ Ἀθην. 562F· στρατευτικώτατος Ἄλεξ. ἐν «Τραυμ.» 2.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[στρατεύω]] (Ι)]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[στρατεία]], στην [[εκστρατεία]]<br /><b>2.</b> αυτός που υπόκειται στην [[εκστρατεία]], στον πόλεμο, [[στρατευτός]]<br /><b>3.</b> [[φιλοπόλεμος]].
}}
}}

Latest revision as of 11:42, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρατευτικός Medium diacritics: στρατευτικός Low diacritics: στρατευτικός Capitals: ΣΤΡΑΤΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: strateutikós Transliteration B: strateutikos Transliteration C: strateftikos Beta Code: strateutiko/s

English (LSJ)

στρατευτική, στρατευτικόν, inclined to war, warlike, Alex.234 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 951] = στρατευματικός, im superlat. Chaeremon bei Ath. XIII, 562 f.

Greek (Liddell-Scott)

στρᾰτευτικός: -ή, -όν, ἔχων κλίσιν εἰς τὸν πόλεμον, φιλοπόλεμος, Χαιρήμ. παρ’ Ἀθην. 562F· στρατευτικώτατος Ἄλεξ. ἐν «Τραυμ.» 2.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α στρατεύω (Ι)]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στρατεία, στην εκστρατεία
2. αυτός που υπόκειται στην εκστρατεία, στον πόλεμο, στρατευτός
3. φιλοπόλεμος.