ἀνίχνευσις: Difference between revisions
From LSJ
κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|mltxt=η (Μ [[ἀνίχνευσις]])<br /><b>1.</b> [[αναζήτηση]] θηράματος με [[παρακολούθηση]] τών ιχνών του<br /><b>2.</b> προσεκτική [[διερεύνηση]] με [[αφετηρία]] ορισμένα ίχνη<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>χημ.</b> [[εξακρίβωση]] της παρουσίας στοιχείου ή ένωσης σε άγνωστο [[δείγμα]]<br /><b>2.</b> <b>στρ.</b> [[μέθοδος]] και [[ενέργεια]] επισήμανσης τών θέσεων και της δύναμης του εχθρού. | |mltxt=η (Μ [[ἀνίχνευσις]])<br /><b>1.</b> [[αναζήτηση]] θηράματος με [[παρακολούθηση]] τών ιχνών του<br /><b>2.</b> προσεκτική [[διερεύνηση]] με [[αφετηρία]] ορισμένα ίχνη<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>χημ.</b> [[εξακρίβωση]] της παρουσίας στοιχείου ή ένωσης σε άγνωστο [[δείγμα]]<br /><b>2.</b> <b>στρ.</b> [[μέθοδος]] και [[ενέργεια]] επισήμανσης τών θέσεων και της δύναμης του εχθρού. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνίχνευσις''': -εως, ἡ, τὸ ἀνιχνεύειν, Εὐστρ. 1437. 16. | |lstext='''ἀνίχνευσις''': -εως, ἡ, τὸ ἀνιχνεύειν, Εὐστρ. 1437. 16. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:24, 31 October 2024
English (LSJ)
-εως, ἡ, tracing out, investigation, Eust.1437.16.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ investigación Eust.1437.16.
Greek Monolingual
η (Μ ἀνίχνευσις)
1. αναζήτηση θηράματος με παρακολούθηση τών ιχνών του
2. προσεκτική διερεύνηση με αφετηρία ορισμένα ίχνη
νεοελλ.
1. χημ. εξακρίβωση της παρουσίας στοιχείου ή ένωσης σε άγνωστο δείγμα
2. στρ. μέθοδος και ενέργεια επισήμανσης τών θέσεων και της δύναμης του εχθρού.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνίχνευσις: -εως, ἡ, τὸ ἀνιχνεύειν, Εὐστρ. 1437. 16.