αἰτητός: Difference between revisions
(4000) |
|||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aititos | |Transliteration C=aititos | ||
|Beta Code=ai)thto/s | |Beta Code=ai)thto/s | ||
|Definition= | |Definition=αἰτητόν, verb. Adj. [[asked for]], <b class="b3">ἀρχὴν δωρητόν, οὐκ αἰτητόν</b> freely given, not [[asked for]], [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''384. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-όν<br /><b class="num">1</b> [[solicitado]], [[pedido]] ἀρχὴν οὐκ αἰτητόν S.<i>OT</i> 384.<br /><b class="num">2</b> lóg., subst. τὸ αἰ. [[postulado]] ἡ τῶν αἰτητῶν φύσις Gal.<i>Ins.Log</i>.14.11. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />[[demandé]], [[souhaité]].<br />'''Étymologie:''' [[αἰτέω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αἰτητός:''' [adj. verb. к [[αἰτέω]] просимый, требуемый: [[δωρητός]], οὐκ αἰ. Soph. преподнесенный как дар, а не выпрошенный. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''αἰτητός''': -όν, ῥηματ. ἐπίθ. ὃν ζητεῖ τις, ἀρχὴν δωρητὸν οὐκ αἰτητόν, δωρεὰν δοθεῖσαν, μὴ αἰτηθεῖσαν, Σοφ. Ο. Τ. 384. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[αἰτητός]], -ή, -όν (Α) [[αἰτῶ]]<br /><b>1.</b> αυτός ο [[οποίος]] ζητήθηκε ή τον οποίο ζητεί [[κανείς]]<br /><b>2.</b> «οὐκ [[αἰτητός]]», αυτός που παρέχεται, που δίνεται δωρεάν, [[χωρίς]] να ζητηθεί. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''αἰτητός:''' -όν, ρημ. επίθ. του [[αἰτέω]], ο ζητούμενος, αυτός που ζητεί [[κάποιος]], σε Σοφ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=verb. adj. of [[αἰτέω]]<br />asked for, Soph. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:05, 18 September 2023
English (LSJ)
αἰτητόν, verb. Adj. asked for, ἀρχὴν δωρητόν, οὐκ αἰτητόν freely given, not asked for, S.OT384.
Spanish (DGE)
-όν
1 solicitado, pedido ἀρχὴν οὐκ αἰτητόν S.OT 384.
2 lóg., subst. τὸ αἰ. postulado ἡ τῶν αἰτητῶν φύσις Gal.Ins.Log.14.11.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
demandé, souhaité.
Étymologie: αἰτέω.
Russian (Dvoretsky)
αἰτητός: [adj. verb. к αἰτέω просимый, требуемый: δωρητός, οὐκ αἰ. Soph. преподнесенный как дар, а не выпрошенный.
Greek (Liddell-Scott)
αἰτητός: -όν, ῥηματ. ἐπίθ. ὃν ζητεῖ τις, ἀρχὴν δωρητὸν οὐκ αἰτητόν, δωρεὰν δοθεῖσαν, μὴ αἰτηθεῖσαν, Σοφ. Ο. Τ. 384.
Greek Monolingual
αἰτητός, -ή, -όν (Α) αἰτῶ
1. αυτός ο οποίος ζητήθηκε ή τον οποίο ζητεί κανείς
2. «οὐκ αἰτητός», αυτός που παρέχεται, που δίνεται δωρεάν, χωρίς να ζητηθεί.
Greek Monotonic
αἰτητός: -όν, ρημ. επίθ. του αἰτέω, ο ζητούμενος, αυτός που ζητεί κάποιος, σε Σοφ.
Middle Liddell
verb. adj. of αἰτέω
asked for, Soph.