σκαλίζω: Difference between revisions
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
(c1) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skalizo | |Transliteration C=skalizo | ||
|Beta Code=skali/zw | |Beta Code=skali/zw | ||
|Definition== | |Definition== [[σκάλλω]], [[hoe]], Att. ἀσκαλ-, Phryn.</a | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0888.png Seite 888]] graben, behacken, att. [[ἀσκαλίζω]], B. A. 24. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0888.png Seite 888]] graben, behacken, att. [[ἀσκαλίζω]], B. A. 24. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σκᾰλίζω''': ὡς τὸ [[σκάλλω]], [[σκαλεύω]], [[σκαλίζω]], [[σκάπτω]], Ἀττ. ἀσκαλ-, Α. Β. 24. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜΑ, και αττ. τ. [[ασκαλίζω]] Α<br />[[σκάβω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σκάβω]] επιφανειακά το [[έδαφος]], [[χτυπώ]] και [[αναστρέφω]] με ειδικό [[εργαλείο]], τη [[σκαπάνη]], την [[επιφάνεια]] καλλιεργημένου εδάφους<br /><b>2.</b> [[ανακινώ]] το [[χώμα]] («σκαλίζοντας η [[κότα]] βγάζει τα μάτια της» — λέγεται για εκείνους που ανακινούν διάφορα ζητήματα τα οποία αποβαίνουν τελικά επιζήμια για τους ίδιους, παροιμ. φρ.)<br /><b>3.</b> [[ανακινώ]] τα αναμμένα κάρβουνα για να δυναμώσει η [[φωτιά]]<br /><b>4.</b> [[σχηματίζω]] κοιλώματα ή παραστάσεις [[πάνω]] σε μεταλλική, μαρμάρινη ή ξύλινη [[επιφάνεια]] χαράζοντας την, [[χαράζω]], [[σμιλεύω]]<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[ερευνώ]] [[κάτι]] λεπτομερειακά, [[αναζητώ]] επίμονα [[κάτι]] («σκάλισα όλα τα χαρτιά μου [[μήπως]] τελικά βρω τον λογαριασμό»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σκαλ</i>.- του [[σκάλλω]] <span style="color: red;">+</span> ρηματ. κατάλ. -<i>ίζω</i>]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:27, 25 August 2023
English (LSJ)
= σκάλλω, hoe, Att. ἀσκαλ-, Phryn.</a
German (Pape)
[Seite 888] graben, behacken, att. ἀσκαλίζω, B. A. 24.
Greek (Liddell-Scott)
σκᾰλίζω: ὡς τὸ σκάλλω, σκαλεύω, σκαλίζω, σκάπτω, Ἀττ. ἀσκαλ-, Α. Β. 24.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και αττ. τ. ασκαλίζω Α
σκάβω
νεοελλ.
1. σκάβω επιφανειακά το έδαφος, χτυπώ και αναστρέφω με ειδικό εργαλείο, τη σκαπάνη, την επιφάνεια καλλιεργημένου εδάφους
2. ανακινώ το χώμα («σκαλίζοντας η κότα βγάζει τα μάτια της» — λέγεται για εκείνους που ανακινούν διάφορα ζητήματα τα οποία αποβαίνουν τελικά επιζήμια για τους ίδιους, παροιμ. φρ.)
3. ανακινώ τα αναμμένα κάρβουνα για να δυναμώσει η φωτιά
4. σχηματίζω κοιλώματα ή παραστάσεις πάνω σε μεταλλική, μαρμάρινη ή ξύλινη επιφάνεια χαράζοντας την, χαράζω, σμιλεύω
5. μτφ. ερευνώ κάτι λεπτομερειακά, αναζητώ επίμονα κάτι («σκάλισα όλα τα χαρτιά μου μήπως τελικά βρω τον λογαριασμό»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαλ.- του σκάλλω + ρηματ. κατάλ. -ίζω].