ὑπομονητικός: Difference between revisions
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
(c1) |
m (LSJ2 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=ὑπομονητικός | |||
|Medium diacritics=ὑπομονητικός | |||
|Low diacritics=υπομονητικός | |||
|Capitals=ΥΠΟΜΟΝΗΤΙΚΟΣ | |||
|Transliteration A=hypomonētikós | |||
|Transliteration B=hypomonētikos | |||
|Transliteration C=ypomonitikos | |||
|Beta Code=u(pomonhtiko/s | |||
|Definition=v. [[ὑπομενητικός]] | |||
}} | |||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1226.png Seite 1226]] ή, όν, = [[ὑπομενητικός]], Arist. virt. et vit. 5. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1226.png Seite 1226]] ή, όν, = [[ὑπομενητικός]], Arist. virt. et vit. 5. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑπομονητικός]], -ή, -όν, ΝΑ, και [[υπομονετικός]], Ν [[ὑπομονή]]<br />αυτός που έχει [[υπομονή]], [[καρτερικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ήρεμος]], [[ψύχραιμος]]<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] σχετικά με προσβολές) [[ανεκτικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>υπομονητικώς</i> / <i>ὑπομονητικῶς</i> ΝΑ, και <i>υπομονητικά</i> Ν<br />με [[εγκαρτέρηση]], [[υπομονή]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:49, 31 January 2021
English (LSJ)
v. ὑπομενητικός
German (Pape)
[Seite 1226] ή, όν, = ὑπομενητικός, Arist. virt. et vit. 5.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ὑπομονητικός, -ή, -όν, ΝΑ, και υπομονετικός, Ν ὑπομονή
αυτός που έχει υπομονή, καρτερικός
νεοελλ.
1. ήρεμος, ψύχραιμος
2. (ιδίως σχετικά με προσβολές) ανεκτικός.
επίρρ...
υπομονητικώς / ὑπομονητικῶς ΝΑ, και υπομονητικά Ν
με εγκαρτέρηση, υπομονή.