κλιβανίτης: Difference between revisions

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108
(13_1)
 
mNo edit summary
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=κλιβανίτης
|Medium diacritics=κλιβανίτης
|Low diacritics=κλιβανίτης
|Capitals=ΚΛΙΒΑΝΙΤΗΣ
|Transliteration A=klibanítēs
|Transliteration B=klibanitēs
|Transliteration C=klivanitis
|Beta Code=klibani/ths
|Definition=v. [[κριβανίτης]] ([[baked in a pan]]).
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1452.png Seite 1452]] [[ἄρτος]], ὁ, Brot, das im Ofen gebacken ist; Diphil. bei Ath. III, 115 e Amips. B. A. 103. Vgl. [[κριβανίτης]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1452.png Seite 1452]] [[ἄρτος]], ὁ, Brot, das im Ofen gebacken ist; Diphil. bei Ath. III, 115 e Amips. B. A. 103. Vgl. [[κριβανίτης]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κλιβανίτης]] και [[κριβανίτης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> (για άρτο) ο ψημένος σε φούρνο, [[κλιβανωτός]]<br /><b>2.</b> (κωμ. φρ.) «[[βοῦς]] κριβανίτας» — βόδια φουρνιστά, ψημένα στον φούρνο, <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλίβανος]] ή [[κρίβανος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. [[ερημίτης]], [[στεφανίτης]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κλῑβᾰνίτης:''' κλίβᾰνος, βλ. κριβαν-.
}}
{{elnl
|elnltext=κλιβανίτης -ου [κλίβανος] uit de oven:. ἄρτοι κλιβανῖται in de oven gebakken broden Hp. Vict. 42.
}}
}}

Latest revision as of 08:47, 21 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλιβανίτης Medium diacritics: κλιβανίτης Low diacritics: κλιβανίτης Capitals: ΚΛΙΒΑΝΙΤΗΣ
Transliteration A: klibanítēs Transliteration B: klibanitēs Transliteration C: klivanitis Beta Code: klibani/ths

English (LSJ)

v. κριβανίτης (baked in a pan).

German (Pape)

[Seite 1452] ἄρτος, ὁ, Brot, das im Ofen gebacken ist; Diphil. bei Ath. III, 115 e Amips. B. A. 103. Vgl. κριβανίτης.

Greek Monolingual

κλιβανίτης και κριβανίτης, ὁ (Α)
1. (για άρτο) ο ψημένος σε φούρνο, κλιβανωτός
2. (κωμ. φρ.) «βοῦς κριβανίτας» — βόδια φουρνιστά, ψημένα στον φούρνο, Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίβανος ή κρίβανος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. ερημίτης, στεφανίτης)].

Greek Monotonic

κλῑβᾰνίτης: κλίβᾰνος, βλ. κριβαν-.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλιβανίτης -ου [κλίβανος] uit de oven:. ἄρτοι κλιβανῖται in de oven gebakken broden Hp. Vict. 42.