ἀπερίσκεπτος: Difference between revisions

From LSJ

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source
(13_2)
m (Text replacement - "({{lxth\n.*\n}})\n\1" to "$1")
Tag: Manual revert
 
(27 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aperiskeptos
|Transliteration C=aperiskeptos
|Beta Code=a)peri/skeptos
|Beta Code=a)peri/skeptos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">inconsiderate, thoughtless</b>, <span class="bibl">Th.4.108</span>, D.C.<span class="title">Fr.</span>57.25. Adv.-τως <span class="bibl">Th.4.10</span>,<span class="bibl">6.57</span>, <span class="bibl">Ph.2.340</span>, al., <span class="bibl">D.H.6.10</span>: Comp. -ότερον <span class="bibl">Th.6.65</span>, <span class="bibl">Chrysipp.Stoic.3.125</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Pass., <b class="b2">uninvestigated</b>, πολλὰ ἀ. καταλιπεῖν <span class="bibl">Ph.1.387</span>.</span>
|Definition=ἀπερίσκεπτον,<br><span class="bld">A</span> [[inconsiderate]], [[thoughtless]], Th.4.108, D.C.''Fr.''57.25. Adv. [[ἀπερισκέπτως]] = [[thoughtlessly]] Th.4.10,6.57, Ph.2.340, al., D.H.6.10: Comp. ἀπερισκεπτότερον Th.6.65, Chrysipp.Stoic.3.125.<br><span class="bld">II</span> Pass., [[uninvestigated]], πολλὰ ἀ. καταλιπεῖν Ph.1.387.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[no investigado]], [[no tenido en consideración]] πολλὰ ... ἀ. ... καταλιπών Ph.1.387.<br /><b class="num">2</b> [[que no reflexiona]], [[insensato]], [[precipitado]] [[ἐλπίς]] esperanza no basada en la reflexión</i> Th.4.108, τοὺς δὲ ἑταίρους ... ἀπερισκέπτους ἀπεθηρίωσεν ὁ κυκεών Sch.Theoc.9.33f<br /><b class="num">•</b>[[indocumentado]], [[negligente en la investigación]] ἀ. δέ εἰσιν οἱ ταῦτα λέγοντες Sch.E.<i>Andr</i>.224<br /><b class="num">•</b>subst. [[τὸ ἀπερίσκεπτον]] = [[irreflexión]], [[precipitación]] τὸ τοῦ Τερεντίου ἀ. D.C.57.25<br /><b class="num"></b>neutr. compar. como adv. [[irreflexivamente]], [[sin atender a nada]] ἐπίστευσάν τε τῷ ἀνθρώπῳ πολλῷ [[ἀπερισκεπτότερον]] Th.6.65, ἀπερισκεπτότερον  καὶ [[ἄνευ]] ἐπιστροφῆς λογικῆς ἱσταμένους Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.125.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἀπερισκέπτως]] = [[insensatamente]], [[irreflexivamente]], [[sin esperar a nada]] ἀπερισκέπτως εὔελπις ὁμόσε χωρῆσαι Th.4.10, εὐθὺς ἀπερισκέπτως προσπεσόντες Th.6.57, ἀπερισκέπτως λέγειν Plu.2.87d, ἀπερισκέπτως πράγμασιν ἐγχειροῦντες Aesop.217.3, cf. Ph.2.340, D.H.6.10, Ach.Tat.6.5.1.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0288.png Seite 288]] unüberlegt, unbesonnen, [[ἐλπίς]] Thuc. 4, 108; comparat. 6, 65; Sp. oft, καὶ [[τολμηρός]] D. Hal. 6, 10; adv., καὶ ῥᾳθύμως 4, 6.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0288.png Seite 288]] [[unüberlegt]], [[unbesonnen]], [[ἐλπίς]] Thuc. 4, 108; comparat. 6, 65; Sp. oft, καὶ [[τολμηρός]] D. Hal. 6, 10; adv., καὶ [[ῥᾳθύμως]] 4, 6.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[inconsidéré]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[περισκέπτομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπερίσκεπτος:'''<br /><b class="num">1</b> [[необдуманный]], [[безрассудный]] ([[ἐλπίς]] Thuc.);<br /><b class="num">2</b> [[не принимающий во внимание]] (τινος Plut.).
}}
{{ls
|lstext='''ἀπερίσκεπτος''': -ον, ὁ μὴ σκεπτόμενος, μὴ έξετάζων τὰ πράγματα, [[ἐπιπόλαιος]], [[ἀστόχαστος]], Θουκ. 4. 108, Διον. Ἁλ. 6. 10. ― Ἐπίρ. -τως Θουκ. 4. 10., 6. 57. ― Συγκρ. -ότερον 6. 65.
}}
{{grml
|mltxt=κ. απερίσκεφτος, -η, -ο (AM [[ἀπερίσκεπτος]], -ον)<br />[[ασυλλόγιστος]], [[αστόχαστος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπερίσκεπτος:''' -ον ([[περισκέπτομαι]]), [[επιπόλαιος]], αυτός που δεν εξετάζει σε [[βάθος]] τα ζητήματα, [[αστόχαστος]], σε Θουκ.· επίρρ. <i>-τως</i>· συγκρ. <i>-ότερον</i>, στον ίδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[περισκέπτομαι]]<br />[[inconsiderate]], [[thoughtless]], Thuc. adv. -τως; comp. -ότερον, Thuc.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[careless]], [[hasty]], [[rash]], [[unreasoning]]
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[inconsideratus]]'', [[thoughtless]], [[reckless]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.108.4/ 4.108.4].
}}
}}

Latest revision as of 15:00, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπερίσκεπτος Medium diacritics: ἀπερίσκεπτος Low diacritics: απερίσκεπτος Capitals: ΑΠΕΡΙΣΚΕΠΤΟΣ
Transliteration A: aperískeptos Transliteration B: aperiskeptos Transliteration C: aperiskeptos Beta Code: a)peri/skeptos

English (LSJ)

ἀπερίσκεπτον,
A inconsiderate, thoughtless, Th.4.108, D.C.Fr.57.25. Adv. ἀπερισκέπτως = thoughtlessly Th.4.10,6.57, Ph.2.340, al., D.H.6.10: Comp. ἀπερισκεπτότερον Th.6.65, Chrysipp.Stoic.3.125.
II Pass., uninvestigated, πολλὰ ἀ. καταλιπεῖν Ph.1.387.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no investigado, no tenido en consideración πολλὰ ... ἀ. ... καταλιπών Ph.1.387.
2 que no reflexiona, insensato, precipitado ἐλπίς esperanza no basada en la reflexión Th.4.108, τοὺς δὲ ἑταίρους ... ἀπερισκέπτους ἀπεθηρίωσεν ὁ κυκεών Sch.Theoc.9.33f
indocumentado, negligente en la investigación ἀ. δέ εἰσιν οἱ ταῦτα λέγοντες Sch.E.Andr.224
subst. τὸ ἀπερίσκεπτον = irreflexión, precipitación τὸ τοῦ Τερεντίου ἀ. D.C.57.25
neutr. compar. como adv. irreflexivamente, sin atender a nada ἐπίστευσάν τε τῷ ἀνθρώπῳ πολλῷ ἀπερισκεπτότερον Th.6.65, ἀπερισκεπτότερον καὶ ἄνευ ἐπιστροφῆς λογικῆς ἱσταμένους Chrysipp.Stoic.3.125.
II adv. ἀπερισκέπτως = insensatamente, irreflexivamente, sin esperar a nada ἀπερισκέπτως εὔελπις ὁμόσε χωρῆσαι Th.4.10, εὐθὺς ἀπερισκέπτως προσπεσόντες Th.6.57, ἀπερισκέπτως λέγειν Plu.2.87d, ἀπερισκέπτως πράγμασιν ἐγχειροῦντες Aesop.217.3, cf. Ph.2.340, D.H.6.10, Ach.Tat.6.5.1.

German (Pape)

[Seite 288] unüberlegt, unbesonnen, ἐλπίς Thuc. 4, 108; comparat. 6, 65; Sp. oft, καὶ τολμηρός D. Hal. 6, 10; adv., καὶ ῥᾳθύμως 4, 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
inconsidéré.
Étymologie: , περισκέπτομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀπερίσκεπτος:
1 необдуманный, безрассудный (ἐλπίς Thuc.);
2 не принимающий во внимание (τινος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπερίσκεπτος: -ον, ὁ μὴ σκεπτόμενος, μὴ έξετάζων τὰ πράγματα, ἐπιπόλαιος, ἀστόχαστος, Θουκ. 4. 108, Διον. Ἁλ. 6. 10. ― Ἐπίρ. -τως Θουκ. 4. 10., 6. 57. ― Συγκρ. -ότερον 6. 65.

Greek Monolingual

κ. απερίσκεφτος, -η, -ο (AM ἀπερίσκεπτος, -ον)
ασυλλόγιστος, αστόχαστος.

Greek Monotonic

ἀπερίσκεπτος: -ον (περισκέπτομαι), επιπόλαιος, αυτός που δεν εξετάζει σε βάθος τα ζητήματα, αστόχαστος, σε Θουκ.· επίρρ. -τως· συγκρ. -ότερον, στον ίδ.

Middle Liddell

περισκέπτομαι
inconsiderate, thoughtless, Thuc. adv. -τως; comp. -ότερον, Thuc.

English (Woodhouse)

careless, hasty, rash, unreasoning

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

inconsideratus, thoughtless, reckless, 4.108.4.