φιλόθρησκος: Difference between revisions
From LSJ
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
(c2) |
(45) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1280.png Seite 1280]] religiöse Gebräuche liebend, bigott, Ptolem. nach Scalig. zu Manil. p. 13. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1280.png Seite 1280]] religiöse Gebräuche liebend, bigott, Ptolem. nach Scalig. zu Manil. p. 13. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''φῐλόθρησκος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰς θρησκευτικὰς τελετάς, Πτολ. (κατὰ τὸν Scalig. Manil. σ. 13). | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[φιλόθρησκος]], -ον, ΝΑ, και [[φιλόθρεσκος]], -ον, Α<br />αυτός που έχει πολύ ανεπτυγμένο το θρησκευτικό [[συναίσθημα]], ο [[οποίος]] αγαπά [[καθετί]] που σχετίζεται με τη [[θρησκεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[θρήσκος]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:54, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1280] religiöse Gebräuche liebend, bigott, Ptolem. nach Scalig. zu Manil. p. 13.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόθρησκος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰς θρησκευτικὰς τελετάς, Πτολ. (κατὰ τὸν Scalig. Manil. σ. 13).
Greek Monolingual
-η, -ο / φιλόθρησκος, -ον, ΝΑ, και φιλόθρεσκος, -ον, Α
αυτός που έχει πολύ ανεπτυγμένο το θρησκευτικό συναίσθημα, ο οποίος αγαπά καθετί που σχετίζεται με τη θρησκεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + θρήσκος].