καταπαυστικός: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → Not to be born is, past all prizing, best.

Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225
(c1)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katapafstikos
|Transliteration C=katapafstikos
|Beta Code=katapaustiko/s
|Beta Code=katapaustiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">causing to cease</b>, ταραχῶν Phld.<span class="title">Mus.</span>p.20 K.; κακοῦ <span class="bibl">Eust.138.2</span>.</span>
|Definition=καταπαυστική, καταπαυστικόν, [[causing to cease]], ταραχῶν Phld.''Mus.''p.20 K.; κακοῦ Eust.138.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1368.png Seite 1368]] ή, όν, beruhigend, stillend, τινός, Eust. 138, 3.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1368.png Seite 1368]] ή, όν, beruhigend, stillend, τινός, Eust. 138, 3.
}}
{{ls
|lstext='''καταπαυστικός''': -ή, -όν, ὁ καθησυχάζων, ὁ [[κατάλληλος]] νὰ φέρῃ ἀνάπαυσιν, τὸ τῶν Ἀσκληπιαδῶν [[φῦλον]] θεραπευτικὸν καὶ καταπαυστικὸν κακοῦ Εὐστ. 138. 2.
}}
{{grml
|mltxt=[[καταπαυστικός]], -ή, -όν (Α) [[καταπαύω]]<br />αυτός που έχει την [[ικανότητα]] ή την [[ιδιότητα]] να καταπαύει, να επιφέρει [[γαλήνευση]], [[λήξη]] του κακού.
}}
}}

Latest revision as of 11:26, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπαυστικός Medium diacritics: καταπαυστικός Low diacritics: καταπαυστικός Capitals: ΚΑΤΑΠΑΥΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: katapaustikós Transliteration B: katapaustikos Transliteration C: katapafstikos Beta Code: katapaustiko/s

English (LSJ)

καταπαυστική, καταπαυστικόν, causing to cease, ταραχῶν Phld.Mus.p.20 K.; κακοῦ Eust.138.2.

German (Pape)

[Seite 1368] ή, όν, beruhigend, stillend, τινός, Eust. 138, 3.

Greek (Liddell-Scott)

καταπαυστικός: -ή, -όν, ὁ καθησυχάζων, ὁ κατάλληλος νὰ φέρῃ ἀνάπαυσιν, τὸ τῶν Ἀσκληπιαδῶν φῦλον θεραπευτικὸν καὶ καταπαυστικὸν κακοῦ Εὐστ. 138. 2.

Greek Monolingual

καταπαυστικός, -ή, -όν (Α) καταπαύω
αυτός που έχει την ικανότητα ή την ιδιότητα να καταπαύει, να επιφέρει γαλήνευση, λήξη του κακού.