ἐμπολητός: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz

Menander, Monostichoi, 290
(5)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=empolitos
|Transliteration C=empolitos
|Beta Code=e)mpolhto/s
|Beta Code=e)mpolhto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">bought</b>, <b class="b3">οὑμπολητὸς Σισύφου Λαερτίῳ</b> the son of Sisy phus <b class="b2">bought by</b> or <b class="b2">palmed off upon</b> L., <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>417</span>.</span>
|Definition=ἐμπολητή, ἐμπολητόν, [[bought]], <b class="b3">οὑμπολητὸς Σισύφου Λαερτίῳ</b> the son of Sisy phus [[bought by]] or [[palmed off upon]] L., S.''Ph.''417.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[vendido]] οὑμπολητὸς Σισύφου Λαερτίῳ el hijo de Sísifo vendido a Laertes</i> S.<i>Ph</i>.417.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />vendu à <i>ou</i> acheté par.<br />'''Étymologie:''' [[ἐμπολάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμπολητός:''' [[купленный]] или [[проданный]] Soph.
}}
{{ls
|lstext='''ἐμπολητός''': -ή, -όν, [[ἀγοραστός]], ἀγορασθείς, οὑμπολητὸς Σισύφου Λαερτίῳ, ὁ υἱὸς τοῦ Σισύφου ὁ ἀγορασθεὶς ὑπὸ τοῦ Λαερτίου, [[διότι]] λέγεται ὅτι ἡ Ἀντίκλεια ἦν [[ἔγκυος]] ὅτε ὁ Λαέρτιος ἠγάγετο αὐτὴν δοὺς πολλὰ χρήματα, Σοφ. Φ. 417.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐμπολητός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που αγοράστηκε, αγορασμένος, [[αγοραστός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐμπολητός:''' -ή, -όν ([[ἐμπολάω]]), αγορασμένος, [[αγοραστός]], <i>οὑμπολητὸς Σισύφου Λαερτίῳ</i>, ο [[γιος]] του Σίσυφου που αγοράστηκε ή παραδόθηκε στα χέρια του Λαέρτη, σε Σοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐμπολητός]], ή, όν <i>adj</i> [[ἐμπολάω]]<br />bought, οὑμπολητὸς Σισύφου Λαερτίῳ the son of [[Sisyphus]] bought by or palmed off [[upon]] [[Laertes]], Soph.
}}
}}

Latest revision as of 11:06, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπολητός Medium diacritics: ἐμπολητός Low diacritics: εμπολητός Capitals: ΕΜΠΟΛΗΤΟΣ
Transliteration A: empolētós Transliteration B: empolētos Transliteration C: empolitos Beta Code: e)mpolhto/s

English (LSJ)

ἐμπολητή, ἐμπολητόν, bought, οὑμπολητὸς Σισύφου Λαερτίῳ the son of Sisy phus bought by or palmed off upon L., S.Ph.417.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
vendido οὑμπολητὸς Σισύφου Λαερτίῳ el hijo de Sísifo vendido a Laertes S.Ph.417.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
vendu à ou acheté par.
Étymologie: ἐμπολάω.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπολητός: купленный или проданный Soph.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπολητός: -ή, -όν, ἀγοραστός, ἀγορασθείς, οὑμπολητὸς Σισύφου Λαερτίῳ, ὁ υἱὸς τοῦ Σισύφου ὁ ἀγορασθεὶς ὑπὸ τοῦ Λαερτίου, διότι λέγεται ὅτι ἡ Ἀντίκλεια ἦν ἔγκυος ὅτε ὁ Λαέρτιος ἠγάγετο αὐτὴν δοὺς πολλὰ χρήματα, Σοφ. Φ. 417.

Greek Monolingual

ἐμπολητός, -ή, -όν (Α)
αυτός που αγοράστηκε, αγορασμένος, αγοραστός.

Greek Monotonic

ἐμπολητός: -ή, -όν (ἐμπολάω), αγορασμένος, αγοραστός, οὑμπολητὸς Σισύφου Λαερτίῳ, ο γιος του Σίσυφου που αγοράστηκε ή παραδόθηκε στα χέρια του Λαέρτη, σε Σοφ.

Middle Liddell

ἐμπολητός, ή, όν adj ἐμπολάω
bought, οὑμπολητὸς Σισύφου Λαερτίῳ the son of Sisyphus bought by or palmed off upon Laertes, Soph.