ἐμπολητός: Difference between revisions
Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz
(5) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(18 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=empolitos | |Transliteration C=empolitos | ||
|Beta Code=e)mpolhto/s | |Beta Code=e)mpolhto/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐμπολητή, ἐμπολητόν, [[bought]], <b class="b3">οὑμπολητὸς Σισύφου Λαερτίῳ</b> the son of Sisy phus [[bought by]] or [[palmed off upon]] L., S.''Ph.''417. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[vendido]] οὑμπολητὸς Σισύφου Λαερτίῳ el hijo de Sísifo vendido a Laertes</i> S.<i>Ph</i>.417. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />vendu à <i>ou</i> acheté par.<br />'''Étymologie:''' [[ἐμπολάω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐμπολητός:''' [[купленный]] или [[проданный]] Soph. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐμπολητός''': -ή, -όν, [[ἀγοραστός]], ἀγορασθείς, οὑμπολητὸς Σισύφου Λαερτίῳ, ὁ υἱὸς τοῦ Σισύφου ὁ ἀγορασθεὶς ὑπὸ τοῦ Λαερτίου, [[διότι]] λέγεται ὅτι ἡ Ἀντίκλεια ἦν [[ἔγκυος]] ὅτε ὁ Λαέρτιος ἠγάγετο αὐτὴν δοὺς πολλὰ χρήματα, Σοφ. Φ. 417. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐμπολητός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που αγοράστηκε, αγορασμένος, [[αγοραστός]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐμπολητός:''' -ή, -όν ([[ἐμπολάω]]), αγορασμένος, [[αγοραστός]], <i>οὑμπολητὸς Σισύφου Λαερτίῳ</i>, ο [[γιος]] του Σίσυφου που αγοράστηκε ή παραδόθηκε στα χέρια του Λαέρτη, σε Σοφ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἐμπολητός]], ή, όν <i>adj</i> [[ἐμπολάω]]<br />bought, οὑμπολητὸς Σισύφου Λαερτίῳ the son of [[Sisyphus]] bought by or palmed off [[upon]] [[Laertes]], Soph. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:06, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐμπολητή, ἐμπολητόν, bought, οὑμπολητὸς Σισύφου Λαερτίῳ the son of Sisy phus bought by or palmed off upon L., S.Ph.417.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
vendido οὑμπολητὸς Σισύφου Λαερτίῳ el hijo de Sísifo vendido a Laertes S.Ph.417.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
vendu à ou acheté par.
Étymologie: ἐμπολάω.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπολητός: купленный или проданный Soph.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπολητός: -ή, -όν, ἀγοραστός, ἀγορασθείς, οὑμπολητὸς Σισύφου Λαερτίῳ, ὁ υἱὸς τοῦ Σισύφου ὁ ἀγορασθεὶς ὑπὸ τοῦ Λαερτίου, διότι λέγεται ὅτι ἡ Ἀντίκλεια ἦν ἔγκυος ὅτε ὁ Λαέρτιος ἠγάγετο αὐτὴν δοὺς πολλὰ χρήματα, Σοφ. Φ. 417.
Greek Monolingual
ἐμπολητός, -ή, -όν (Α)
αυτός που αγοράστηκε, αγορασμένος, αγοραστός.
Greek Monotonic
ἐμπολητός: -ή, -όν (ἐμπολάω), αγορασμένος, αγοραστός, οὑμπολητὸς Σισύφου Λαερτίῳ, ο γιος του Σίσυφου που αγοράστηκε ή παραδόθηκε στα χέρια του Λαέρτη, σε Σοφ.
Middle Liddell
ἐμπολητός, ή, όν adj ἐμπολάω
bought, οὑμπολητὸς Σισύφου Λαερτίῳ the son of Sisyphus bought by or palmed off upon Laertes, Soph.