λιθόβλητος: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
(13_4)
m (LSJ1 replacement)
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lithovlitos
|Transliteration C=lithovlitos
|Beta Code=liqo/blhtos
|Beta Code=liqo/blhtos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">stone-throwing, pelting</b>, εὐστοχίη <span class="title">AP</span>9.3. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">set with stones</b>, <b class="b3">κεκρύφαλα</b> ib.5.269 (Paul. Sil.).</span>
|Definition=λιθόβλητον,<br><span class="bld">A</span> [[stone-throwing]], [[pelting]], εὐστοχίη ''AP''9.3.<br><span class="bld">II</span> [[set with stones]], [[κεκρύφαλα]] ib.5.269 (Paul. Sil.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0044.png Seite 44]] mit Steinen geworfen, mit Steinen besetzt; κεκρύφαλα, Paul. Sil. 17 V, 270), vgl. [[λιθοκόλλητος]]; καρύη, παισὶ λιθοβλήτου [[παίγνιον]] εὐστοχίης, Plat. ep. 20 (IX, 3), ein Spiel des glücklichen Steinwurfes.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0044.png Seite 44]] mit Steinen geworfen, mit Steinen besetzt; κεκρύφαλα, Paul. Sil. 17 V, 270), vgl. [[λιθοκόλλητος]]; καρύη, παισὶ λιθοβλήτου [[παίγνιον]] εὐστοχίης, Plat. ep. 20 (IX, 3), ein Spiel des glücklichen Steinwurfes.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[parsemé de pierreries]];<br /><b>2</b> [[qui attaque à coups de pierres]] ; qui consiste en un jet de pierres.<br />'''Étymologie:''' [[λίθος]], [[βάλλω]].
}}
{{elru
|elrutext='''λῐθόβλητος:''' [[λίθος]] + [[βάλλω]]<br /><b class="num">1</b> [[усаженный]] (драгоценными) камнями ([[κεκρύφαλος]] Anth.);<br /><b class="num">2</b> [[мечущий камни]], [[метательный]] (εὐστοχίη Anth.).
}}
{{ls
|lstext='''λῐθόβλητος''': -ον, λιθοβόλητος, καρύην... παισὶ λιθοβλήτου [[παίγνιον]] εὐστοχίης Ἀνθ. Π. 9. 3· λ. [[νιφετός]], βροχὴ λίθων, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. η΄, 59· [[ὡσαύτως]] λιθοβλής, ὁ, ἡ, Τζέτζ. Ἱστ. 3. 246. ΙΙ. [[λιθοκόλλητος]], κεκοσμημένος μὲ λίθους, κεκρύφαλον Ἀνθ. Π. 5. 270.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[λιθόβλητος]], -ον) [[λιθοβολώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που λιθοβολήθηκε<br /><b>μσν.</b><br />διακοσμημένος με λίθους<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[λιθοβολία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λῐθόβλητος:''' -ον, <b class="num">I.</b> λιθοβολημένος, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> διακοσμημένος με πέτρες, στον ίδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λῐθό-βλητος, ον<br /><b class="num">I.</b> [[stone]]-throwing, pelting, Anth.<br /><b class="num">II.</b> set with stones, Anth.
}}
}}

Latest revision as of 10:58, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθόβλητος Medium diacritics: λιθόβλητος Low diacritics: λιθόβλητος Capitals: ΛΙΘΟΒΛΗΤΟΣ
Transliteration A: lithóblētos Transliteration B: lithoblētos Transliteration C: lithovlitos Beta Code: liqo/blhtos

English (LSJ)

λιθόβλητον,
A stone-throwing, pelting, εὐστοχίη AP9.3.
II set with stones, κεκρύφαλα ib.5.269 (Paul. Sil.).

German (Pape)

[Seite 44] mit Steinen geworfen, mit Steinen besetzt; κεκρύφαλα, Paul. Sil. 17 V, 270), vgl. λιθοκόλλητος; καρύη, παισὶ λιθοβλήτου παίγνιον εὐστοχίης, Plat. ep. 20 (IX, 3), ein Spiel des glücklichen Steinwurfes.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 parsemé de pierreries;
2 qui attaque à coups de pierres ; qui consiste en un jet de pierres.
Étymologie: λίθος, βάλλω.

Russian (Dvoretsky)

λῐθόβλητος: λίθος + βάλλω
1 усаженный (драгоценными) камнями (κεκρύφαλος Anth.);
2 мечущий камни, метательный (εὐστοχίη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

λῐθόβλητος: -ον, λιθοβόλητος, καρύην... παισὶ λιθοβλήτου παίγνιον εὐστοχίης Ἀνθ. Π. 9. 3· λ. νιφετός, βροχὴ λίθων, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. η΄, 59· ὡσαύτως λιθοβλής, ὁ, ἡ, Τζέτζ. Ἱστ. 3. 246. ΙΙ. λιθοκόλλητος, κεκοσμημένος μὲ λίθους, κεκρύφαλον Ἀνθ. Π. 5. 270.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM λιθόβλητος, -ον) λιθοβολώ
νεοελλ.
αυτός που λιθοβολήθηκε
μσν.
διακοσμημένος με λίθους
αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λιθοβολία.

Greek Monotonic

λῐθόβλητος: -ον, I. λιθοβολημένος, σε Ανθ.
II. διακοσμημένος με πέτρες, στον ίδ.

Middle Liddell

λῐθό-βλητος, ον
I. stone-throwing, pelting, Anth.
II. set with stones, Anth.