καγκελωτός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
(c2)
 
(18)
 
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1278.png Seite 1278]] cancellatus, Poll. 8, 124; Schol. Ar. Equ. 672 κιγκλίδα, τὴν καγκελωτὴν θύραν.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1278.png Seite 1278]] cancellatus, Poll. 8, 124; Schol. Ar. Equ. 672 κιγκλίδα, τὴν καγκελωτὴν θύραν.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[καγκελωτός]] και καγκελλωτός, -ή, -όν) [[κάγκελ</i>(<i>λ</i>)<i>ον]]<br /><b>1.</b> κατασκευασμένος με κάγκελα, από κάγκελα, [[κιγκλιδωτός]]<br /><b>2.</b> αυτός που μοιάζει με [[κάγκελο]].
}}
}}

Latest revision as of 06:37, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1278] cancellatus, Poll. 8, 124; Schol. Ar. Equ. 672 κιγκλίδα, τὴν καγκελωτὴν θύραν.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α καγκελωτός και καγκελλωτός, -ή, -όν) [[κάγκελ(λ)ον]]
1. κατασκευασμένος με κάγκελα, από κάγκελα, κιγκλιδωτός
2. αυτός που μοιάζει με κάγκελο.