ἐκπέτομαι: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual

Menander, Monostichoi, 439
(c1)
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
 
(23 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ekpetomai
|Transliteration C=ekpetomai
|Beta Code=e)kpe/tomai
|Beta Code=e)kpe/tomai
|Definition=(ἐκπετ-πέταμαι <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>554b1</span>), fut. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> -πτήσομαι <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>208</span> : aor. <b class="b3">ἐξεπτόμην</b>, part. -πτόμενος <span class="bibl">Id.<span class="title">Av.</span>788</span> ; also ἐξεπτάμην <span class="bibl">E.<span class="title">El.</span>944</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>81e</span>, ἐκπτάμενος Ἀθηνᾶ <span class="bibl">20.249</span> (Chios) : also in act. form ἐξέπτην <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>98</span>, <span class="bibl">Batr.211</span>, Ant. Lib.1.5, <span class="bibl">Palaeph.12</span> : for aor. <b class="b3">ἐξεπετάσθην</b>, v. [[πέτομαι]] :—<b class="b2">fly out</b> or <b class="b2">away</b>, ll. cc. : metaph.,ἔπαινοι Ἔρωσι μικροῖς ἐοικότες ἐκπετόμενοι <span class="bibl">Luc.<span class="title">Rh.Pr.</span>6</span>.</span>
|Definition=(ἐκπετ-πέταμαι [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''554b1), fut. -πτήσομαι Ar.''V.''208: aor. ἐξεπτόμην, part. -πτόμενος Id.''Av.''788; also [[ἐξεπτάμην]] E.''El.''944, Pl.''Ti.''81e, ἐκπτάμενος Ἀθηνᾶ 20.249 (Chios): also in act. form ἐξέπτην Hes.''Op.''98, Batr.211, Ant. Lib.1.5, Palaeph.12: for aor. ἐξεπετάσθην, v. [[πέτομαι]]:—[[fly out]] or [[away]], ll. cc.: metaph.,ἔπαινοι Ἔρωσι μικροῖς ἐοικότες ἐκπετόμενοι Luc.''Rh.Pr.''6.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b>v. tb. [[ἐκπέταμαι]]; aor. part. ἐκπτόμενος Ar.<i>Au</i>.788<br />[[echar a volar]], [[volar]] de aves e insectos στροῦθος ἁνὴρ γίγνεται· ἐκπτήσεται Ar.<i>V</i>.208, ἐκπτόμενος ἂν οὗτος ἠρίστησεν ἐλθὼν οἴκαδε Ar.<i>Au</i>.788, ἰκτῖνοι ἐκ τοιούτων ἐκπετόμενοι χωρίων Arist.<i>HA</i> 600<sup>a</sup>17, ὄρχιλος ἐξ ὀπῆς ἐκπετόμενος Thphr.<i>Sign</i>.53, ὁ φρῦνος ... ἐπιτηρῶν ἐκπετομένας (μελίττας) κατεσθίει el sapo acechando a las (abejas) que van volando se las come</i> Arist.<i>HA</i> 626<sup>a</sup>32<br /><b class="num"></b>fig. οἱ ἔπαινοι ... Ἔρωσι μικροῖς ἐοικότες ... ἐκπετόμενοι Luc.<i>Rh.Pr</i>.6.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0772.png Seite 772]] = [[ἐκπέταμαι]], part. praes., Arist. H. A. 9, 40 (626, 32).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0772.png Seite 772]] = [[ἐκπέταμαι]], part. praes., Arist. H. A. 9, 40 (626, 32).
}}
{{bailly
|btext=[[s'envoler]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[πέτομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκπέτομαι:''' (aor. 2 [[ἐξέπτην]]) вылетать, улетать (τινος Batr.; θὺραζε Hes.).
}}
{{ls
|lstext='''ἐκπέτομαι''': ἢ -[[πέταμαι]] (Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 6., 5. 22, 12): μέλλ. -πτήσομαι Εὐρ. Ἠρ. 944, Ἀριστοφ. Σφ. 208· ἀόρ. ἐξεπτόμην ἢ -άμην ὁ αὐτ. Ὄρν. 788, ἀλλ᾿ [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ ἐνεργ. τύπῳ ἐξέπτην, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 98, Βατραχμ. 211· περὶ τοῦ ἀορ. ἐξεπετάσθην ἴδε [[πέτομαι]]· «ξεπετῶ», πετῶ καὶ [[φεύγω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐκπέτομαι]] και [[ἐκπέταμαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[πετώ]] και [[φεύγω]]<br /><b>2.</b> απομακρύνομαι, [[χάνομαι]], εξαφανίζομαι<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐκπέτομαι]] [[περί]] τι ή τινά» — [[πετώ]] [[γύρω]] [[γύρω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐκπέτομαι:''' ή -[[πέταμαι]], μέλ. -[[πτήσομαι]], αόρ. βʹ <i>ἐξεπτόμην</i> ή <i>-άμην</i>, και σε Ενεργ. [[ἐξέπτην]]· [[πετώ]] [[μακριά]] απ' τη [[φωλιά]] ή [[πετώ]] προς τα πάνω και [[φεύγω]], σε Ησίοδ., Ευρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=or -[[πέταμαι]] fut. -[[πτήσομαι]] aor2 ἐξεπτόμην aor2 -άμην act. [[ἐξέπτην]]<br />to fly out or [[away]], Hes., Eur.
}}
}}

Latest revision as of 22:20, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπέτομαι Medium diacritics: ἐκπέτομαι Low diacritics: εκπέτομαι Capitals: ΕΚΠΕΤΟΜΑΙ
Transliteration A: ekpétomai Transliteration B: ekpetomai Transliteration C: ekpetomai Beta Code: e)kpe/tomai

English (LSJ)

(ἐκπετ-πέταμαι Arist.HA554b1), fut. -πτήσομαι Ar.V.208: aor. ἐξεπτόμην, part. -πτόμενος Id.Av.788; also ἐξεπτάμην E.El.944, Pl.Ti.81e, ἐκπτάμενος Ἀθηνᾶ 20.249 (Chios): also in act. form ἐξέπτην Hes.Op.98, Batr.211, Ant. Lib.1.5, Palaeph.12: for aor. ἐξεπετάσθην, v. πέτομαι:—fly out or away, ll. cc.: metaph.,ἔπαινοι Ἔρωσι μικροῖς ἐοικότες ἐκπετόμενοι Luc.Rh.Pr.6.

Spanish (DGE)

• Morfología:v. tb. ἐκπέταμαι; aor. part. ἐκπτόμενος Ar.Au.788
echar a volar, volar de aves e insectos στροῦθος ἁνὴρ γίγνεται· ἐκπτήσεται Ar.V.208, ἐκπτόμενος ἂν οὗτος ἠρίστησεν ἐλθὼν οἴκαδε Ar.Au.788, ἰκτῖνοι ἐκ τοιούτων ἐκπετόμενοι χωρίων Arist.HA 600a17, ὄρχιλος ἐξ ὀπῆς ἐκπετόμενος Thphr.Sign.53, ὁ φρῦνος ... ἐπιτηρῶν ἐκπετομένας (μελίττας) κατεσθίει el sapo acechando a las (abejas) que van volando se las come Arist.HA 626a32
fig. οἱ ἔπαινοι ... Ἔρωσι μικροῖς ἐοικότες ... ἐκπετόμενοι Luc.Rh.Pr.6.

German (Pape)

[Seite 772] = ἐκπέταμαι, part. praes., Arist. H. A. 9, 40 (626, 32).

French (Bailly abrégé)

s'envoler.
Étymologie: ἐκ, πέτομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐκπέτομαι: (aor. 2 ἐξέπτην) вылетать, улетать (τινος Batr.; θὺραζε Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπέτομαι: ἢ -πέταμαι (Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 6., 5. 22, 12): μέλλ. -πτήσομαι Εὐρ. Ἠρ. 944, Ἀριστοφ. Σφ. 208· ἀόρ. ἐξεπτόμην ἢ -άμην ὁ αὐτ. Ὄρν. 788, ἀλλ᾿ ὡσαύτως ἐν τῷ ἐνεργ. τύπῳ ἐξέπτην, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 98, Βατραχμ. 211· περὶ τοῦ ἀορ. ἐξεπετάσθην ἴδε πέτομαι· «ξεπετῶ», πετῶ καὶ φεύγω.

Greek Monolingual

ἐκπέτομαι και ἐκπέταμαι (Α)
1. πετώ και φεύγω
2. απομακρύνομαι, χάνομαι, εξαφανίζομαι
3. φρ. «ἐκπέτομαι περί τι ή τινά» — πετώ γύρω γύρω.

Greek Monotonic

ἐκπέτομαι: ή -πέταμαι, μέλ. -πτήσομαι, αόρ. βʹ ἐξεπτόμην ή -άμην, και σε Ενεργ. ἐξέπτην· πετώ μακριά απ' τη φωλιά ή πετώ προς τα πάνω και φεύγω, σε Ησίοδ., Ευρ.

Middle Liddell

or -πέταμαι fut. -πτήσομαι aor2 ἐξεπτόμην aor2 -άμην act. ἐξέπτην
to fly out or away, Hes., Eur.