σατραπικός: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
(c1)
m (LSJ1 replacement)
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=satrapikos
|Transliteration C=satrapikos
|Beta Code=satrapiko/s
|Beta Code=satrapiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of a satrap</b>, <b class="b3">ἡ σ. οἰκονομία</b>, opp. <b class="b3">ἡ βασιλική</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Oec.</span>1345b13</span>; αὐλή <span class="bibl">Plu.<span class="title">Agis</span>3</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">like a satrap, luxurious</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Comp.Cim.Luc.</span>1</span>; δωρεαί <span class="bibl">Alciphr.1.38</span>; οἱ -ώτεροι τῶν φιλοσόφων <span class="bibl">Phld.<span class="title">Oec.</span>p.74</span> J.; <b class="b2">formal, stately</b>, συμπόσιον Plu.2.616e:—irreg. fem. σᾰτρᾰπ-ίς, ίδος, ναῦς <span class="bibl">Philostr.<span class="title">VA</span>2.17</span>.</span>
|Definition=σατραπική, σατραπικόν,<br><span class="bld">A</span> [[of a satrap]], <b class="b3">ἡ σ. οἰκονομία</b>, opp. <b class="b3">ἡ βασιλική</b>, Arist.''Oec.''1345b13; αὐλή Plu.''Agis''3.<br><span class="bld">II</span> [[like a satrap]], [[luxurious]], Id.''Comp.Cim.Luc.''1; δωρεαί Alciphr.1.38; οἱ -ώτεροι τῶν φιλοσόφων Phld.''Oec.''p.74 J.; [[formal]], [[stately]], συμπόσιον Plu.2.616e:—irreg. fem. [[σατραπίς]], ίδος, ναῦς Philostr.''VA''2.17.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0864.png Seite 864]] zum [[σατράπης]] gehörig, satrapisch, αὐλαί Plut. Agis 3, u. A.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0864.png Seite 864]] zum [[σατράπης]] gehörig, satrapisch, αὐλαί Plut. Agis 3, u. A.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de satrape ; <i>fig.</i> [[somptueux]], [[fastueux]].<br />'''Étymologie:''' [[σατράπης]].
}}
{{elnl
|elnltext=σατραπικός -ή -όν [σατράπης] [[van een satraap]].
}}
{{elru
|elrutext='''σᾰτρᾰπικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[сатраповский]] ([[οἰκονομία]] Arst.);<br /><b class="num">2</b> перен. [[богатейший]], [[роскошный]] ([[συμπόσιον]] Plut.).
}}
{{ls
|lstext='''σᾰτρᾰπικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς σατράπην, ἡ σ. [[οἰκονομία]], ἀντίθετον τῷ ἡ βασιλική, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 1, 2 κἑξ. ΙΙ. [[ὅμοιος]] ἢ ἁρμόζων σατράπῃ, [[πολυτελής]], [[συμπόσιον]] Πλούτ. 2. 616Ε· αὐλὴ ὁ αὐτ. ἐν Ἄγιδι 3· δωρεαὶ Ἀλκίφρων 1. 33· - ἀνώμαλον θηλ. σατραπίς, -ίδος, Φιλοστρ. 68.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[σατραπικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και σατράπικος, -η, -ο, Ν [[σατράπης]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σατράπη («ἡ σατραπικὴ [[οἰκονομία]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για άνθρωπο) [[τυραννικός]], [[δεσποτικός]], [[αυταρχικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όμοιος με σατράπη ή αυτός που αρμόζει σε σατράπη («οἱ σατραπικώτεροι τῶν φιλοσόφων», Φιλόδ.)<br /><b>2.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[πλούσιος]], [[πολυτελής]], [[μεγαλοπρεπής]] («σατραπικὸν [[συμπόσιον]]», <b>Πλούτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σατραπικώς</i> και <i>σατραπικά</i> και <i>σατράπικα</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο σατραπικό («συμπεριφέρεται σατραπικά»).
}}
}}

Latest revision as of 13:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾰτρᾰπικός Medium diacritics: σατραπικός Low diacritics: σατραπικός Capitals: ΣΑΤΡΑΠΙΚΟΣ
Transliteration A: satrapikós Transliteration B: satrapikos Transliteration C: satrapikos Beta Code: satrapiko/s

English (LSJ)

σατραπική, σατραπικόν,
A of a satrap, ἡ σ. οἰκονομία, opp. ἡ βασιλική, Arist.Oec.1345b13; αὐλή Plu.Agis3.
II like a satrap, luxurious, Id.Comp.Cim.Luc.1; δωρεαί Alciphr.1.38; οἱ -ώτεροι τῶν φιλοσόφων Phld.Oec.p.74 J.; formal, stately, συμπόσιον Plu.2.616e:—irreg. fem. σατραπίς, ίδος, ναῦς Philostr.VA2.17.

German (Pape)

[Seite 864] zum σατράπης gehörig, satrapisch, αὐλαί Plut. Agis 3, u. A.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de satrape ; fig. somptueux, fastueux.
Étymologie: σατράπης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σατραπικός -ή -όν [σατράπης] van een satraap.

Russian (Dvoretsky)

σᾰτρᾰπικός:
1 сатраповский (οἰκονομία Arst.);
2 перен. богатейший, роскошный (συμπόσιον Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

σᾰτρᾰπικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς σατράπην, ἡ σ. οἰκονομία, ἀντίθετον τῷ ἡ βασιλική, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 1, 2 κἑξ. ΙΙ. ὅμοιος ἢ ἁρμόζων σατράπῃ, πολυτελής, συμπόσιον Πλούτ. 2. 616Ε· αὐλὴ ὁ αὐτ. ἐν Ἄγιδι 3· δωρεαὶ Ἀλκίφρων 1. 33· - ἀνώμαλον θηλ. σατραπίς, -ίδος, Φιλοστρ. 68.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σατραπικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και σατράπικος, -η, -ο, Ν σατράπης
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σατράπη («ἡ σατραπικὴ οἰκονομία», Αριστοτ.)
νεοελλ.
(για άνθρωπο) τυραννικός, δεσποτικός, αυταρχικός
αρχ.
1. όμοιος με σατράπη ή αυτός που αρμόζει σε σατράπη («οἱ σατραπικώτεροι τῶν φιλοσόφων», Φιλόδ.)
2. (για πράγμ.) πλούσιος, πολυτελής, μεγαλοπρεπής («σατραπικὸν συμπόσιον», Πλούτ.).
επίρρ...
σατραπικώς και σατραπικά και σατράπικα Ν
κατά τρόπο σατραπικό («συμπεριφέρεται σατραπικά»).