σκελετώδης: Difference between revisions

From LSJ

Οὔκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῖν ἐρᾷ → No one is so foolish that they wish to die

Sophocles, Antigone, 220
(c2)
m (LSJ1 replacement)
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skeletodis
|Transliteration C=skeletodis
|Beta Code=skeletw/dhs
|Beta Code=skeletw/dhs
|Definition=ες, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">like a dried corpse</b>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Salt.</span>75</span>, Erot. s.v. [[σκελιφρούς]].</span>
|Definition=σκελετῶδες, [[like a dried corpse]], Luc.''Salt.''75, Erot. [[sub verbo|s.v.]] [[σκελιφρούς]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0891.png Seite 891]] ες, von der Art, dem Ansehen, der Farbe eines ausgetrockneten Körpers, Luc. de salt. 75.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0891.png Seite 891]] ες, von der Art, dem Ansehen, der Farbe eines ausgetrockneten Körpers, Luc. de salt. 75.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />[[semblable à un squelette]].<br />'''Étymologie:''' [[σκελετός]], -ωδης.
}}
{{elnl
|elnltext=σκελετώδης -ες [σκελετός] skelet-achtig. Luc. 45.75.
}}
{{elru
|elrutext='''σκελετώδης:''' [[похожий на мумию]] Luc.
}}
{{grml
|mltxt=-ες, ΝΑ [[σκελετός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που [[είναι]] πολύ [[αδύνατος]], όμοιος με [[σκελετό]], [[σκελετωμένος]], [[κάτισχνος]]<br /><b>αρχ.</b><br />όμοιος με αποξηραμένο ή με ταριχευμένο [[πτώμα]], με [[μούμια]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σκελετωδώς</i> Ν<br />με σκελετώδη τρόπο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκελετώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), αυτός που μοιάζει με [[μούμια]], [[σκελετωμένος]], σε Λουκ.
}}
{{ls
|lstext='''σκελετώδης''': ες. ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς ἀπεξηραμμένον ἢ τεταριχευμένον [[σῶμα]], [[ὅμοιος]] πρὸς «μομμίαν», Λουκ. π. Ὀρχ. 75, Ἐρωτιαν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σκελετ-ώδης, ες [[εἶδος]]<br />like a [[mummy]], Luc.
}}
}}

Latest revision as of 06:30, 26 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκελετώδης Medium diacritics: σκελετώδης Low diacritics: σκελετώδης Capitals: ΣΚΕΛΕΤΩΔΗΣ
Transliteration A: skeletṓdēs Transliteration B: skeletōdēs Transliteration C: skeletodis Beta Code: skeletw/dhs

English (LSJ)

σκελετῶδες, like a dried corpse, Luc.Salt.75, Erot. s.v. σκελιφρούς.

German (Pape)

[Seite 891] ες, von der Art, dem Ansehen, der Farbe eines ausgetrockneten Körpers, Luc. de salt. 75.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
semblable à un squelette.
Étymologie: σκελετός, -ωδης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκελετώδης -ες [σκελετός] skelet-achtig. Luc. 45.75.

Russian (Dvoretsky)

σκελετώδης: похожий на мумию Luc.

Greek Monolingual

-ες, ΝΑ σκελετός
νεοελλ.
αυτός που είναι πολύ αδύνατος, όμοιος με σκελετό, σκελετωμένος, κάτισχνος
αρχ.
όμοιος με αποξηραμένο ή με ταριχευμένο πτώμα, με μούμια.
επίρρ...
σκελετωδώς Ν
με σκελετώδη τρόπο.

Greek Monotonic

σκελετώδης: -ες (εἶδος), αυτός που μοιάζει με μούμια, σκελετωμένος, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

σκελετώδης: ες. (εἶδος) ὅμοιος πρὸς ἀπεξηραμμένον ἢ τεταριχευμένον σῶμα, ὅμοιος πρὸς «μομμίαν», Λουκ. π. Ὀρχ. 75, Ἐρωτιαν.

Middle Liddell

σκελετ-ώδης, ες εἶδος
like a mummy, Luc.