λυκόω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
(6_1)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(όω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lykoo
|Transliteration C=lykoo
|Beta Code=luko/w
|Beta Code=luko/w
|Definition=(λύκος) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">tear like a wolf</b>:—Pass., <b class="b2">to be torn by wolves</b>, πρόβατα λελυκωμένα <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>8.3.41</span>.</span>
|Definition=([[λύκος]]) [[tear like a wolf]]:—Pass., to [[be torn by wolves]], πρόβατα λελυκωμένα [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''8.3.41.
}}
{{bailly
|btext=[[λυκῶ]] :<br />dévorer <i>en parlant d'un loup ; Pass.</i> être dévoré par un loup <i>ou</i> par des loups.<br />'''Étymologie:''' [[λύκος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λῠκόω''': ([[λύκος]]) κατασπαράττω ὡς [[λύκος]]· ― Παθ., κατασπαράττομαι ὑπὸ λύκων, πρόβατα λελυκωμένα Ξενοφ. Κύρ. 8. 3, 41· μεταβάλλομαι εἰς λύκον, Θ. Στουδ. σ. 780, ἔκδ. Mi.
|lstext='''λῠκόω''': ([[λύκος]]) κατασπαράττω ὡς [[λύκος]]· ― Παθ., κατασπαράττομαι ὑπὸ λύκων, πρόβατα λελυκωμένα Ξενοφ. Κύρ. 8. 3, 41· μεταβάλλομαι εἰς λύκον, Θ. Στουδ. σ. 780, ἔκδ. Mi.
}}
{{lsm
|lsmtext='''λῠκόω:''' ([[λύκος]]), [[κατασπαράζω]] σαν [[λύκος]]· Παθ., κατασπαράζομαι από λύκους, <i>πρόβατα λελυκωμένα</i>, σε Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λῠκόω, [[λύκος]]<br />to [[tear]] like a [[wolf]]:—Pass. to be [[torn]] by wolves, πρόβατα λελυκωμένα Xen.
}}
{{pape
|ptext=<i>wie ein Wolf [[anfallen]], [[zerreißen]]</i>, τῶν προβάτων λελυκωμένα, <i>vom Wolfe zerrissene [[Schafe]]</i>, Xen. <i>Cyr</i>. 8.3.16, vgl. [[λυκόβρωτος]].
}}
}}

Latest revision as of 21:45, 19 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῠκόω Medium diacritics: λυκόω Low diacritics: λυκόω Capitals: ΛΥΚΟΩ
Transliteration A: lykóō Transliteration B: lykoō Transliteration C: lykoo Beta Code: luko/w

English (LSJ)

(λύκος) tear like a wolf:—Pass., to be torn by wolves, πρόβατα λελυκωμένα X.Cyr.8.3.41.

French (Bailly abrégé)

λυκῶ :
dévorer en parlant d'un loup ; Pass. être dévoré par un loup ou par des loups.
Étymologie: λύκος.

Greek (Liddell-Scott)

λῠκόω: (λύκος) κατασπαράττω ὡς λύκος· ― Παθ., κατασπαράττομαι ὑπὸ λύκων, πρόβατα λελυκωμένα Ξενοφ. Κύρ. 8. 3, 41· μεταβάλλομαι εἰς λύκον, Θ. Στουδ. σ. 780, ἔκδ. Mi.

Greek Monotonic

λῠκόω: (λύκος), κατασπαράζω σαν λύκος· Παθ., κατασπαράζομαι από λύκους, πρόβατα λελυκωμένα, σε Ξεν.

Middle Liddell

λῠκόω, λύκος
to tear like a wolf:—Pass. to be torn by wolves, πρόβατα λελυκωμένα Xen.

German (Pape)

wie ein Wolf anfallen, zerreißen, τῶν προβάτων λελυκωμένα, vom Wolfe zerrissene Schafe, Xen. Cyr. 8.3.16, vgl. λυκόβρωτος.