ἐριαυγής: Difference between revisions

From LSJ

οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!

Source
(6_7)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐριαυγής''': -ές, [[λίαν]] [[φωτεινός]], [[λαμπρός]], Ὀρφ. Ἀποσπ. 7. 11.
|lstext='''ἐριαυγής''': -ές, [[λίαν]] [[φωτεινός]], [[λαμπρός]], Ὀρφ. Ἀποσπ. 7. 11.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐριαυγής]], -ές (Α)<br />πολύ [[λαμπρός]], φωτεινότατος, [[ολόφωτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ερι</i>- (επιτ. [[μόριο]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>αυγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αυγή]] ή αμάρτυρο [[αύγος]]<br />[[πρβλ]]. [[ηλιαυγής]]].
}}
}}

Latest revision as of 16:00, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 1027] ές, sehr glänzend, Orph. frg. 7, 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἐριαυγής: -ές, λίαν φωτεινός, λαμπρός, Ὀρφ. Ἀποσπ. 7. 11.

Greek Monolingual

ἐριαυγής, -ές (Α)
πολύ λαμπρός, φωτεινότατος, ολόφωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -αυγής (< αυγή ή αμάρτυρο αύγος
πρβλ. ηλιαυγής].