λοφώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeralboth memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source
(6_7)
 
m (Text replacement - "<i>Meteor</i>" to "<i>Meteor</i>")
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=λοφώδης
|Medium diacritics=λοφώδης
|Low diacritics=λοφώδης
|Capitals=ΛΟΦΩΔΗΣ
|Transliteration A=lophṓdēs
|Transliteration B=lophōdēs
|Transliteration C=lofodis
|Beta Code=lofw/dhs
|Definition=ες, [[like a ridge]], [[ὄγκος]] Arist. ''Mete.'' 367a4; [[on a ridge]], [[πόλις]] Procop. ''Aed.'' 5.6.
}}
{{pape
|ptext=ες, <i>[[hügelig]]</i>, Arist. <i>Meteor</i>. 2.8.
}}
{{elru
|elrutext='''λοφώδης:''' [[похожий на холм или бугор]] ([[ὄγκος]] Arst.).
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λοφώδης''': -ες, [[ὅμοιος]] πρὸς λόφον, [[ὄγκος]] Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 15. 2) ἔχων λόφους, [[ὀρεινός]], Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 11, 17.
|lstext='''λοφώδης''': -ες, [[ὅμοιος]] πρὸς λόφον, [[ὄγκος]] Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 15. 2) ἔχων λόφους, [[ὀρεινός]], Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 11, 17.
}}
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[λοφώδης]], -ῶδες) [[λόφος]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με λόφο («ἐν [[ταύτῃ]] ἐξανῴδει τι τῆς γῆς καὶ ἀνῄει [[οἷον]] [[λοφώδης]] [[ὄγκος]] μετὰ ζόφου», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[γεμάτος]] λόφους («[[λοφώδης]] [[έκταση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που [[είναι]] κτισμένος [[πάνω]] σε λόφο.
}}
}}

Latest revision as of 09:19, 25 April 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοφώδης Medium diacritics: λοφώδης Low diacritics: λοφώδης Capitals: ΛΟΦΩΔΗΣ
Transliteration A: lophṓdēs Transliteration B: lophōdēs Transliteration C: lofodis Beta Code: lofw/dhs

English (LSJ)

ες, like a ridge, ὄγκος Arist. Mete. 367a4; on a ridge, πόλις Procop. Aed. 5.6.

German (Pape)

ες, hügelig, Arist. Meteor. 2.8.

Russian (Dvoretsky)

λοφώδης: похожий на холм или бугор (ὄγκος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

λοφώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς λόφον, ὄγκος Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 15. 2) ἔχων λόφους, ὀρεινός, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 11, 17.

Greek Monolingual

-ες (Α λοφώδης, -ῶδες) λόφος
1. αυτός που μοιάζει με λόφο («ἐν ταύτῃ ἐξανῴδει τι τῆς γῆς καὶ ἀνῄει οἷον λοφώδης ὄγκος μετὰ ζόφου», Αριστοτ.)
2. ο γεμάτος λόφους («λοφώδης έκταση»)
αρχ.
αυτός που είναι κτισμένος πάνω σε λόφο.