ἰσώνυμος: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false

Source
(6_15)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">, \(\[\[(.*?)\]\]\)<\/b>" to ", ($1)")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=isonymos
|Transliteration C=isonymos
|Beta Code=i)sw/numos
|Beta Code=i)sw/numos
|Definition=ον<b class="b3">, (ὄνομα)</b> <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">bearing the same name as</b>, c. gen., καλεῖν τινα ἰσώνυμον ἔμμεν μάτρωος <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>9.64</span>; <b class="b3">ἠελίοιο τροπαῖς ἰσώνυμον [ῑ] e)/rnos,</b> i.e. <b class="b3">ἡλιοτρόπιον</b>, <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>678</span>.</span>
|Definition=ἰσώνυμον, ([[ὄνομα]]) [[bearing the same name as]], c. gen., καλεῖν τινα ἰσώνυμον ἔμμεν μάτρωος Pi.''O.''9.64; <b class="b3">ἠελίοιο τροπαῖς ἰσώνυμον [ῑ] e)/rnos,</b> i.e. [[ἡλιοτρόπιον]], Nic.''Th.''678.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1274.png Seite 1274]] gleichnamig, Pind. Ol. 9, 69.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1274.png Seite 1274]] gleichnamig, Pind. Ol. 9, 69.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰσώνῠμος:''' [[одноименный]] (τινος Pind.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰσώνῠμος''': -ον, ([[ὄνομα]]) ἔχων τὸ αὐτὸ [[ὄνομα]], [[μετὰ]] γεν., καλεῖν τινα ἰσώνυμον [[ἔμμεν]] μάτρωος Πινδ. Ο. 9. 96. ῑ Νικ. Θηρ. 678.
|lstext='''ἰσώνῠμος''': -ον, ([[ὄνομα]]) ἔχων τὸ αὐτὸ [[ὄνομα]], μετὰ γεν., καλεῖν τινα ἰσώνυμον [[ἔμμεν]] μάτρωος Πινδ. Ο. 9. 96. ῑ Νικ. Θηρ. 678.
}}
{{Slater
|sltr=<b>ῑσώνῠμος</b> = [[ὁμώνυμος]], [[with]] the [[same]] [[name]] as c. gen., μάτρωος δ' ἐκάλεσσέ μιν ἰσώνυμον [[ἔμμεν]] (O. 9.64)
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰσώνυμος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει το ίδιο όνομα με άλλον, [[φερώνυμος]], [[ομώνυμος]] («καλεῖν τινα ἰσώνυμον [[ἔμμεν]] μάτρωος», <b>Πίνδ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- -<i>ώνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄνυμα]] αιολ. και δωρ. τ. του [[ὄνομα]]), [[πρβλ]]. [[ετερώνυμος]], [[ομώνυμος]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:47, 17 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσώνῠμος Medium diacritics: ἰσώνυμος Low diacritics: ισώνυμος Capitals: ΙΣΩΝΥΜΟΣ
Transliteration A: isṓnymos Transliteration B: isōnymos Transliteration C: isonymos Beta Code: i)sw/numos

English (LSJ)

ἰσώνυμον, (ὄνομα) bearing the same name as, c. gen., καλεῖν τινα ἰσώνυμον ἔμμεν μάτρωος Pi.O.9.64; ἠελίοιο τροπαῖς ἰσώνυμον [ῑ] e)/rnos, i.e. ἡλιοτρόπιον, Nic.Th.678.

German (Pape)

[Seite 1274] gleichnamig, Pind. Ol. 9, 69.

Russian (Dvoretsky)

ἰσώνῠμος: одноименный (τινος Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰσώνῠμος: -ον, (ὄνομα) ἔχων τὸ αὐτὸ ὄνομα, μετὰ γεν., καλεῖν τινα ἰσώνυμον ἔμμεν μάτρωος Πινδ. Ο. 9. 96. ῑ Νικ. Θηρ. 678.

English (Slater)

ῑσώνῠμος = ὁμώνυμος, with the same name as c. gen., μάτρωος δ' ἐκάλεσσέ μιν ἰσώνυμον ἔμμεν (O. 9.64)

Greek Monolingual

ἰσώνυμος, -ον (Α)
αυτός που έχει το ίδιο όνομα με άλλον, φερώνυμος, ομώνυμος («καλεῖν τινα ἰσώνυμον ἔμμεν μάτρωος», Πίνδ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- -ώνυμος (< ὄνυμα αιολ. και δωρ. τ. του ὄνομα), πρβλ. ετερώνυμος, ομώνυμος].