ἀνέλιγμα: Difference between revisions

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
(CSV1)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aneligma
|Transliteration C=aneligma
|Beta Code=a)ne/ligma
|Beta Code=a)ne/ligma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">anything rolled up</b>, ἀ. χαίτης <b class="b2">a ringlet</b>, AP6.210 (Philet.), cf. 7.485 (Diosc.).</span>
|Definition=-ατος, τό, [[anything rolled up]], ἀ. χαίτης a [[ringlet]], AP6.210 (Philet.), cf. 7.485 (Diosc.).
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />sólo plu. [[rizo]], [[bucle]] χαίτης <i>AP</i> 6.210 (Philet.), 7.485 (Diosc.).
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0222.png Seite 222]] τό, das Geringel, Gekräusel, χαίτης Philet. 1; Diosc. 38 (VI, 210).
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />[[enroulement]], [[boucle]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀνελίσσω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνέλιγμα:''' ατος τό завиток, локон, прядь (ἀνελίγματα χαίτης Anth.).
}}
{{ls
|lstext='''ἀνέλιγμα''': -ατος, τό, ([[ἀνελίσσω]]) πᾶν ὅ,τι ἀνελίσσεται, χαίτης ἀνελίγματα, βόστρυχοι, «σγουρὰ μαλλιά», «κατσαρὰ» Ἀνθ. Π. 6. 210., 7. 485.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀνέλιγμα]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[κάθε]] τι που προέρχεται από [[ανέλιξη]], [[ξεδίπλωμα]]<br /><b>2.</b> (για μαλλιά) ο [[βόστρυχος]], η [[μπούκλα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνέλιγμα:''' -ατος, τό, οτιδήποτε τυλιγμένο ή διπλωμένο, [[μπούκλα]] μαλλιών, μικρό [[δαχτυλίδι]], σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[ἀνελίσσω]]<br />[[anything]] rolled up, a [[ringlet]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 09:21, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνέλιγμα Medium diacritics: ἀνέλιγμα Low diacritics: ανέλιγμα Capitals: ΑΝΕΛΙΓΜΑ
Transliteration A: anéligma Transliteration B: aneligma Transliteration C: aneligma Beta Code: a)ne/ligma

English (LSJ)

-ατος, τό, anything rolled up, ἀ. χαίτης a ringlet, AP6.210 (Philet.), cf. 7.485 (Diosc.).

Spanish (DGE)

-ματος, τό
sólo plu. rizo, bucle χαίτης AP 6.210 (Philet.), 7.485 (Diosc.).

German (Pape)

[Seite 222] τό, das Geringel, Gekräusel, χαίτης Philet. 1; Diosc. 38 (VI, 210).

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
enroulement, boucle.
Étymologie: ἀνελίσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνέλιγμα: ατος τό завиток, локон, прядь (ἀνελίγματα χαίτης Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέλιγμα: -ατος, τό, (ἀνελίσσω) πᾶν ὅ,τι ἀνελίσσεται, χαίτης ἀνελίγματα, βόστρυχοι, «σγουρὰ μαλλιά», «κατσαρὰ» Ἀνθ. Π. 6. 210., 7. 485.

Greek Monolingual

ἀνέλιγμα, το (Α)
1. κάθε τι που προέρχεται από ανέλιξη, ξεδίπλωμα
2. (για μαλλιά) ο βόστρυχος, η μπούκλα.

Greek Monotonic

ἀνέλιγμα: -ατος, τό, οτιδήποτε τυλιγμένο ή διπλωμένο, μπούκλα μαλλιών, μικρό δαχτυλίδι, σε Ανθ.

Middle Liddell

[from ἀνελίσσω
anything rolled up, a ringlet, Anth.