ἐξικμάζω: Difference between revisions
(5) |
mNo edit summary |
||
(26 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eksikmazo | |Transliteration C=eksikmazo | ||
|Beta Code=e)cikma/zw | |Beta Code=e)cikma/zw | ||
|Definition=(ἰκμάς) < | |Definition=([[ἰκμάς]])<br><span class="bld">A</span> [[send forth moisture]], [[cause to exude]], ἡ [[θερμότης]] ἐ. τὸ ὑ γρὸν ἐκ τοῦ γεώδους Arist.''GA''718b19; τὸ [[σπέρμα]] ib.727b24, cf. ''HA''583a11:—Pass., [[ἐξικμάζομαι]] to [[be exuded]] or [[be evaporated]], Id.''Mete.''385b8, ''Sens.'' 443a14.<br><span class="bld">2</span> intr. in Act., = Pass., Id.''Mete.''384b9, ''Pr.''930b34.<br><span class="bld">II</span> [[deprive of moisture]], [[suck dry]], Id.''HA''594a13; ἐ. τὴν ὑγρότητα [[Theophrastus|Thphr.]] ''CP''4.8.4 (cod. Urb.):—Pass., ἐξικμασμένη [[τροφή]] = [[digested]] [[food]], Pl.''Ti.''33c, [[Aristotle|Arist.]]''[[De Partibus Animalium|PA]]''675b31; τὰ παλαιὰ σπέρματα ἐξίκμασται τὴν δύναυιν Id.''Pr.'' 924b30; [[lose all moisture]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 5.7.4, 7.5.1; of athletes, τοῦ περιττοῦ [[ἐξικμάζεσθαι]] Philostr.''Gym.''58.<br><span class="bld">III</span> in [[Euripides|E.]]''[[Andromache|Andr.]]''398, [[ἐξικμάζω]] seems to be corrupt (perhaps for [[ἐξιχμάζω]]). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0882.png Seite 882]] 1) eine Feuchtigkeit von sich geben, ausschwitzen, Arist. H. A. 7, 2 u. öfter; verdunsten, verdampfen, διαπέπνευκε καὶ ἐξίκμακε τὸ πλεῖστον τοῦ γλυκέος id. probl. 22, 9. – 2) austrocknen, verzehren; Plat. ἐξικμασμένη [[τροφή]] Tim. 33 c; Arist. H. A. 8, 4 u. Sp. – Bei Eur. Andr. 398, ἀτὰρ τί ταῦτ' [[ὀδύρομαι]], τὰ δ' ἐν ποσὶν οὐκ [[ἐξικμάζω]] καὶ [[λογίζομαι]] κακά, vom Schol. [[δακρύω]] u. ἀναζητῶ erkl., ist vielleicht die Lesart verderbt. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[dessécher]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἰκμάζω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐξικμάζω:'''<br /><b class="num">1</b> [[испускать влагу]] (ὑπὸ θερμότητος Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[испарять]] (τὸ ὑγρὸν ἐκ τοῦ γεώδους Arst.); pass. испаряться (ἐκ τῶν κατακαομένων Arst.);<br /><b class="num">3</b> [[высушивать]] (τι Arst.);<br /><b class="num">4</b> тж. med.-pass. [[ἐξικμάζεσθαι]] = [[высыхать]], [[сохнуть]] (τῷ θέρει Plut.; τροφὴ ἐξικμασμένη Plat., Arst.);<br /><b class="num">5</b> [[оплакивать]] (τι Eur.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐξικμάζω''': μέλλ. -άσω, [[πέμπω]] ἔξω τὴν ἰκμάδα, προξενῶ ἐξίδρωσιν, ἡ [[θερμότης]] ἐξ. τὸ ὑγρὸν ἐκ τοῦ γεώδους Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 8, 5, πρβλ. 1. 19, 20, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 2, 10 κ. ἀλλ.: - Παθ., [[ἐξέρχομαι]] ὡς ἱδρὼς ἢ [[ὑγρασία]], ἐξατμίζομαι, ὁ αὐτὸς Μετεωρ. 4. 9, 1, π. Αἰσθ. 4, 4. 2) ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ. = τῷ Παθ., ὁ αὐτὸς Μετεωρ. 4. 7, 14, Προβλ. 22. 9. ΙΙ. ἀφαιρῶ τὴν ὑγρασίαν, Λατ. exsugere, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 4, 2· ἐξ. τὴν ὑγρότητα Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 8, 4 (Κῶδ. Urb.): - Παθ., ἐξικμασμένη [[τροφή]], πεπεμμένη, χωνευμένη, Πλάτ. Τίμ. 33C, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 5, 6· τὰ παλαιά σπέρματα ἐξίκμασται τὴν δύναμιν ὁ αὐτὸς Προβλ. 20. 17. ΙΙΙ. ἐν Εὐρ. Ἀνδρ. 398, τὸ [[ἐξικμάζω]] φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ἐφθαρμένον, προετάθησαν δὲ ὑπὸ τῶν κριτικῶν παντοῖαι διορθώσεις, ὡς π.χ. [[ἐξιχνεύω]], [[ἐξετάζω]], [[ἀκμάζω]], ἐξιθμάζω, κλ., ἀλλ’ οὐδεμία ἐγένετο ὁριστικῶς δεκτή. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐξικμάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[απορροφώ]] την [[υγρασία]] («ἡ [[θερμότης]] ἐξικμάζει τὸ ὑγρὸν ἐκ τοῦ γεώδους», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αποβάλλω]] [[υγρασία]]<br /><b>3.</b> [[ξεραίνω]], [[στεγνώνω]] («ἡ [[ἅλμη]]... ἐξικμάζουσα τὴν ὑγρότητα», Θεόφρ.)<br /><b>4.</b> (για [[σπέρμα]]) ξεραίνομαι και [[χάνω]] τη δύναμή μου<br /><b>5.</b> [[αναζητώ]], [[ερευνώ]] («τάδ' ἐν ποσὶν οὐκ [[ἐξικμάζω]] καὶ [[λογίζομαι]] [[κακά]]», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ικμάζω]] «[[υγραίνω]], [[βρέχω]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>ικμάς</i> «[[υγρασία]]»)]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:02, 2 November 2024
English (LSJ)
(ἰκμάς)
A send forth moisture, cause to exude, ἡ θερμότης ἐ. τὸ ὑ γρὸν ἐκ τοῦ γεώδους Arist.GA718b19; τὸ σπέρμα ib.727b24, cf. HA583a11:—Pass., ἐξικμάζομαι to be exuded or be evaporated, Id.Mete.385b8, Sens. 443a14.
2 intr. in Act., = Pass., Id.Mete.384b9, Pr.930b34.
II deprive of moisture, suck dry, Id.HA594a13; ἐ. τὴν ὑγρότητα Thphr. CP4.8.4 (cod. Urb.):—Pass., ἐξικμασμένη τροφή = digested food, Pl.Ti.33c, Arist.PA675b31; τὰ παλαιὰ σπέρματα ἐξίκμασται τὴν δύναυιν Id.Pr. 924b30; lose all moisture, Thphr. HP 5.7.4, 7.5.1; of athletes, τοῦ περιττοῦ ἐξικμάζεσθαι Philostr.Gym.58.
III in E.Andr.398, ἐξικμάζω seems to be corrupt (perhaps for ἐξιχμάζω).
German (Pape)
[Seite 882] 1) eine Feuchtigkeit von sich geben, ausschwitzen, Arist. H. A. 7, 2 u. öfter; verdunsten, verdampfen, διαπέπνευκε καὶ ἐξίκμακε τὸ πλεῖστον τοῦ γλυκέος id. probl. 22, 9. – 2) austrocknen, verzehren; Plat. ἐξικμασμένη τροφή Tim. 33 c; Arist. H. A. 8, 4 u. Sp. – Bei Eur. Andr. 398, ἀτὰρ τί ταῦτ' ὀδύρομαι, τὰ δ' ἐν ποσὶν οὐκ ἐξικμάζω καὶ λογίζομαι κακά, vom Schol. δακρύω u. ἀναζητῶ erkl., ist vielleicht die Lesart verderbt.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
ἐξικμάζω:
1 испускать влагу (ὑπὸ θερμότητος Arst.);
2 испарять (τὸ ὑγρὸν ἐκ τοῦ γεώδους Arst.); pass. испаряться (ἐκ τῶν κατακαομένων Arst.);
3 высушивать (τι Arst.);
4 тж. med.-pass. ἐξικμάζεσθαι = высыхать, сохнуть (τῷ θέρει Plut.; τροφὴ ἐξικμασμένη Plat., Arst.);
5 оплакивать (τι Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξικμάζω: μέλλ. -άσω, πέμπω ἔξω τὴν ἰκμάδα, προξενῶ ἐξίδρωσιν, ἡ θερμότης ἐξ. τὸ ὑγρὸν ἐκ τοῦ γεώδους Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 8, 5, πρβλ. 1. 19, 20, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 2, 10 κ. ἀλλ.: - Παθ., ἐξέρχομαι ὡς ἱδρὼς ἢ ὑγρασία, ἐξατμίζομαι, ὁ αὐτὸς Μετεωρ. 4. 9, 1, π. Αἰσθ. 4, 4. 2) ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ. = τῷ Παθ., ὁ αὐτὸς Μετεωρ. 4. 7, 14, Προβλ. 22. 9. ΙΙ. ἀφαιρῶ τὴν ὑγρασίαν, Λατ. exsugere, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 4, 2· ἐξ. τὴν ὑγρότητα Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 8, 4 (Κῶδ. Urb.): - Παθ., ἐξικμασμένη τροφή, πεπεμμένη, χωνευμένη, Πλάτ. Τίμ. 33C, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 5, 6· τὰ παλαιά σπέρματα ἐξίκμασται τὴν δύναμιν ὁ αὐτὸς Προβλ. 20. 17. ΙΙΙ. ἐν Εὐρ. Ἀνδρ. 398, τὸ ἐξικμάζω φαίνεται ὅτι εἶναι ἐφθαρμένον, προετάθησαν δὲ ὑπὸ τῶν κριτικῶν παντοῖαι διορθώσεις, ὡς π.χ. ἐξιχνεύω, ἐξετάζω, ἀκμάζω, ἐξιθμάζω, κλ., ἀλλ’ οὐδεμία ἐγένετο ὁριστικῶς δεκτή.
Greek Monolingual
ἐξικμάζω (Α)
1. απορροφώ την υγρασία («ἡ θερμότης ἐξικμάζει τὸ ὑγρὸν ἐκ τοῦ γεώδους», Αριστοτ.)
2. αποβάλλω υγρασία
3. ξεραίνω, στεγνώνω («ἡ ἅλμη... ἐξικμάζουσα τὴν ὑγρότητα», Θεόφρ.)
4. (για σπέρμα) ξεραίνομαι και χάνω τη δύναμή μου
5. αναζητώ, ερευνώ («τάδ' ἐν ποσὶν οὐκ ἐξικμάζω καὶ λογίζομαι κακά», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. εξ + ικμάζω «υγραίνω, βρέχω» (< ικμάς «υγρασία»)].