μυοφόνος: Difference between revisions
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
(6_18) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0218.png Seite 218]] Mäuse tödtend, Sp., wie [[μυοκτόνος]], bes. [[ἀκόνιτον]]; auch eine Pflanze hieß so, Theophr. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0218.png Seite 218]] Mäuse tödtend, Sp., wie [[μυοκτόνος]], bes. [[ἀκόνιτον]]; auch eine Pflanze hieß so, Theophr. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[qui tue les rats]].<br />'''Étymologie:''' [[μῦς]], [[πεφνεῖν]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μυοφόνος''': -ον, ὁ φονεύων τοὺς μῦς: - μ., ὁ, [[εἶδος]] φυτοῦ ἐκ τῶν ἐννευροκαύλων, θανατηφόρου εἰς τοὺς μῦς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 2, 9, κτλ. | |lstext='''μυοφόνος''': -ον, ὁ φονεύων τοὺς μῦς: - μ., ὁ, [[εἶδος]] φυτοῦ ἐκ τῶν ἐννευροκαύλων, θανατηφόρου εἰς τοὺς μῦς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 2, 9, κτλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μυοφόνος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[μυοφόνον]]<br />το [[φυτό]] ακόνιτον, που [[είναι]] θανατηφόρο για τα ποντίκια<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που σκοτώνει ποντίκια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μῦς</i>, <i>μυός</i> «[[ποντικός]]» <span style="color: red;">+</span> -[[φόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[θείνω]] «[[σκοτώνω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>λεοντο</i>- [[φόνος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:00, 8 January 2023
German (Pape)
[Seite 218] Mäuse tödtend, Sp., wie μυοκτόνος, bes. ἀκόνιτον; auch eine Pflanze hieß so, Theophr.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui tue les rats.
Étymologie: μῦς, πεφνεῖν.
Greek (Liddell-Scott)
μυοφόνος: -ον, ὁ φονεύων τοὺς μῦς: - μ., ὁ, εἶδος φυτοῦ ἐκ τῶν ἐννευροκαύλων, θανατηφόρου εἰς τοὺς μῦς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 2, 9, κτλ.
Greek Monolingual
μυοφόνος, -ον (ΑΜ)
το ουδ. ως ουσ. τὸ μυοφόνον
το φυτό ακόνιτον, που είναι θανατηφόρο για τα ποντίκια
αρχ.
αυτός που σκοτώνει ποντίκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + -φόνος (< φόνος < θείνω «σκοτώνω»), πρβλ. λεοντο- φόνος.