ἀποστηρίζομαι: Difference between revisions
(6_14) |
|||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apostirizomai | |Transliteration C=apostirizomai | ||
|Beta Code=a)posthri/zomai | |Beta Code=a)posthri/zomai | ||
|Definition=Med., < | |Definition=Med.,<br><span class="bld">A</span> [[fix firmly]], βάκτρον ἐς γᾶν ''APl.''4.265.9.<br><span class="bld">2</span> [[support oneself firmly]], [[throw one's weight upon]], τοῖς μηροῖς Arist.''Pr.''882b30: πρὸς τὸ ὑποκείμενον Id.''IA''705a8, cf. ''MA''699a5.<br><span class="bld">II</span> Medic., of diseases, to [[be confirmed]], Hp.''Prorrh.''2.2.<br><span class="bld">2</span> <b class="b3">ἀ. ἐς.</b>., of humours, [[determine]] towards a particular part of the body, Hp.''Hum.''7; of labour pains, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''586b28: also in Act., Hp. [[l.c.]], cf. ''Prorrh.''2.14. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [tb. act., Hp.<i>Prorrh</i>.2.14]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[clavarse]], [[fijarse firmemente]], [[βάκτρον]] ἀποστηρίζεται ἐς [[γᾶν]] <i>AP</i> 16.265.9.<br /><b class="num">2</b> [[apoyarse firmemente]] τοῖς μηροῖς Arist.<i>Pr</i>.882<sup>b</sup>30, πρὸς τὸ ὑποκείμενον Arist.<i>IA</i> 705<sup>a</sup>8, πρὸς τῶν ἔξωθέν τι ἀποστηριζόμενον Arist.<i>MA</i> 699<sup>a</sup>5.<br /><b class="num">II</b> medic. [[localizarse]], [[depositarse]] los humores en una determinada parte del cuerpo ἐς ταῦτα Hp.<i>Hum</i>.7, cf. <i>Prorrh</i>.l.c., Arist.<i>HA</i> 586<sup>b</sup>28, una enfermedad ἀποστηριζομένου τοῦ νοσήματος Hp.<i>Prorrh</i>.2.2. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποστηρίζομαι:''' напирать, упирать(ся), опираться (τινι, ἔν τινι и πρός τι Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποστηρίζομαι''': μέσ. στηρίζομαι στερεῶς, Ἀνθ. Πλαν. 265 2) [[ἀπερείδω]], [[στηρίζω]] ἐμαυτὸν στερεῶς, [[ῥίπτω]] ὅλον τὸ βάρος μου ἐπί τι, τοῖς μηροῖς Ἀριστ. Πρβλ. 5. 19, 1· πρὸς τὸ ὑποκείμενον ὁ αὐτ. π. Ζ. πορ. 3. 1, πρβλ. π. Ζ. κιν. 2. 6. ΙΙ. παρ’ ἰατρ. ἐπὶ νόσων, βεβαιοῦμαι, Ἱππ. 83F. 2) ἀπ. ἐς…, ἐπὶ χυμῶν τοῦ σώματος, μετατοπίζομαι ἢ συγκεντροῦμαι εἰς ἰδιαίτερον [[μέρος]] τοῦ σώματος, Ἱππ. 49.11, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 7. 9,1· - [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεργ., Ἱππ. 99. 8. | |lstext='''ἀποστηρίζομαι''': μέσ. στηρίζομαι στερεῶς, Ἀνθ. Πλαν. 265 2) [[ἀπερείδω]], [[στηρίζω]] ἐμαυτὸν στερεῶς, [[ῥίπτω]] ὅλον τὸ βάρος μου ἐπί τι, τοῖς μηροῖς Ἀριστ. Πρβλ. 5. 19, 1· πρὸς τὸ ὑποκείμενον ὁ αὐτ. π. Ζ. πορ. 3. 1, πρβλ. π. Ζ. κιν. 2. 6. ΙΙ. παρ’ ἰατρ. ἐπὶ νόσων, βεβαιοῦμαι, Ἱππ. 83F. 2) ἀπ. ἐς…, ἐπὶ χυμῶν τοῦ σώματος, μετατοπίζομαι ἢ συγκεντροῦμαι εἰς ἰδιαίτερον [[μέρος]] τοῦ σώματος, Ἱππ. 49.11, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 7. 9,1· - [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεργ., Ἱππ. 99. 8. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀποστηρίζομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[στερεώνω]] [[σταθερά]]<br /><b>2.</b> στηρίζομαι [[σταθερά]]<br /><b>3.</b> (για ασθένειες) βεβαιώνομαι<br /><b>2.</b> (για τους χυμούς του σώματος) μετατοπίζομαι, συγκεντρώνομαι σ' ένα [[σημείο]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀποστηρίζομαι:''' Μέσ., στηρίζομαι [[σταθερά]], στέρεα, σε Ανθ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=Mid. to fix [[firmly]], Anth. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 22:15, 24 November 2023
English (LSJ)
Med.,
A fix firmly, βάκτρον ἐς γᾶν APl.4.265.9.
2 support oneself firmly, throw one's weight upon, τοῖς μηροῖς Arist.Pr.882b30: πρὸς τὸ ὑποκείμενον Id.IA705a8, cf. MA699a5.
II Medic., of diseases, to be confirmed, Hp.Prorrh.2.2.
2 ἀ. ἐς.., of humours, determine towards a particular part of the body, Hp.Hum.7; of labour pains, Arist.HA586b28: also in Act., Hp. l.c., cf. Prorrh.2.14.
Spanish (DGE)
• Morfología: [tb. act., Hp.Prorrh.2.14]
I 1clavarse, fijarse firmemente, βάκτρον ἀποστηρίζεται ἐς γᾶν AP 16.265.9.
2 apoyarse firmemente τοῖς μηροῖς Arist.Pr.882b30, πρὸς τὸ ὑποκείμενον Arist.IA 705a8, πρὸς τῶν ἔξωθέν τι ἀποστηριζόμενον Arist.MA 699a5.
II medic. localizarse, depositarse los humores en una determinada parte del cuerpo ἐς ταῦτα Hp.Hum.7, cf. Prorrh.l.c., Arist.HA 586b28, una enfermedad ἀποστηριζομένου τοῦ νοσήματος Hp.Prorrh.2.2.
Russian (Dvoretsky)
ἀποστηρίζομαι: напирать, упирать(ся), опираться (τινι, ἔν τινι и πρός τι Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποστηρίζομαι: μέσ. στηρίζομαι στερεῶς, Ἀνθ. Πλαν. 265 2) ἀπερείδω, στηρίζω ἐμαυτὸν στερεῶς, ῥίπτω ὅλον τὸ βάρος μου ἐπί τι, τοῖς μηροῖς Ἀριστ. Πρβλ. 5. 19, 1· πρὸς τὸ ὑποκείμενον ὁ αὐτ. π. Ζ. πορ. 3. 1, πρβλ. π. Ζ. κιν. 2. 6. ΙΙ. παρ’ ἰατρ. ἐπὶ νόσων, βεβαιοῦμαι, Ἱππ. 83F. 2) ἀπ. ἐς…, ἐπὶ χυμῶν τοῦ σώματος, μετατοπίζομαι ἢ συγκεντροῦμαι εἰς ἰδιαίτερον μέρος τοῦ σώματος, Ἱππ. 49.11, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 7. 9,1· - οὕτως ἐν τῷ ἐνεργ., Ἱππ. 99. 8.
Greek Monolingual
ἀποστηρίζομαι (Α)
1. στερεώνω σταθερά
2. στηρίζομαι σταθερά
3. (για ασθένειες) βεβαιώνομαι
2. (για τους χυμούς του σώματος) μετατοπίζομαι, συγκεντρώνομαι σ' ένα σημείο.
Greek Monotonic
ἀποστηρίζομαι: Μέσ., στηρίζομαι σταθερά, στέρεα, σε Ανθ.
Middle Liddell
Mid. to fix firmly, Anth.