ἰδιογονία: Difference between revisions

From LSJ

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source
(6_11)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=idiogonia
|Transliteration C=idiogonia
|Beta Code=i)diogoni/a
|Beta Code=i)diogoni/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">breeding only with one's own kind</b>, opp. <b class="b3">κοινογονία</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Plt.</span>265d</span>.</span>
|Definition=ἡ, [[breeding only with one's own kind]], opp. [[κοινογονία]], [[Plato|Pl.]]''[[Politicus|Plt.]]'' 265d.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1236.png Seite 1236]] ἡ, Erzeugung aus eigenem Geschlecht, Ggstz [[κοινογονία]], Plat. Polit. 265 d.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1236.png Seite 1236]] ἡ, Erzeugung aus eigenem Geschlecht, <span class="ggns">Gegensatz</span> [[κοινογονία]], Plat. Polit. 265 d.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰδιογονία:''' (ῐδ) ἡ [[идиогония]], [[произведение потомства от себе подобных]], [[спаривание с особями своего же рода]] Plat.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰδιογονία''': ἡ, τὸ γεννᾶν μόνον ἐκ τοῦ ἰδίου γένους, ἀντίθετον τῷ [[κοινογονία]], Πλάτ. Πολιτικ. 265D.
|lstext='''ἰδιογονία''': ἡ, τὸ γεννᾶν μόνον ἐκ τοῦ ἰδίου γένους, ἀντίθετον τῷ [[κοινογονία]], Πλάτ. Πολιτικ. 265D.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰδιογονία]], ἡ (Α)<br />το να γεννά [[κάποιος]] άτομα μόνο του δικού του γένους, [[χωρίς]] [[ανάμιξη]] άλλων γενών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γονια</i> (-<i>γονος</i> <span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]]), [[πρβλ]]. [[θεογονία]], [[κοσμογονία]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:25, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰδῐογονία Medium diacritics: ἰδιογονία Low diacritics: ιδιογονία Capitals: ΙΔΙΟΓΟΝΙΑ
Transliteration A: idiogonía Transliteration B: idiogonia Transliteration C: idiogonia Beta Code: i)diogoni/a

English (LSJ)

ἡ, breeding only with one's own kind, opp. κοινογονία, Pl.Plt. 265d.

German (Pape)

[Seite 1236] ἡ, Erzeugung aus eigenem Geschlecht, Gegensatz κοινογονία, Plat. Polit. 265 d.

Russian (Dvoretsky)

ἰδιογονία: (ῐδ) ἡ идиогония, произведение потомства от себе подобных, спаривание с особями своего же рода Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδιογονία: ἡ, τὸ γεννᾶν μόνον ἐκ τοῦ ἰδίου γένους, ἀντίθετον τῷ κοινογονία, Πλάτ. Πολιτικ. 265D.

Greek Monolingual

ἰδιογονία, ἡ (Α)
το να γεννά κάποιος άτομα μόνο του δικού του γένους, χωρίς ανάμιξη άλλων γενών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -γονια (-γονος < γίγνομαι), πρβλ. θεογονία, κοσμογονία].