πορνότριψ: Difference between revisions

From LSJ

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519
(6_12)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=πορνότριψ
|Medium diacritics=πορνότριψ
|Low diacritics=πορνότριψ
|Capitals=ΠΟΡΝΟΤΡΙΨ
|Transliteration A=pornótrips
|Transliteration B=pornotrips
|Transliteration C=pornotrips
|Beta Code=porno/triy
|Definition=-ιβος, ὁ, ([[τρίβω]]) = [[πορνοκόπος]], Phryn. 389, Thom.Mag. p. 291R.
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0684.png Seite 684]] ὁ, = [[πορνοκόπος]], w. m. s.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0684.png Seite 684]] ὁ, = [[πορνοκόπος]], w. m. s.
Line 4: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πορνότριψ''': ῐβος, ὁ, ([[τρίβω]]) = [[πορνοκόπος]], Συνέσ. 178Β, κτλ.· [[ὅπερ]] λέγεται ὅτι [[εἶναι]] ἡ παλαιοτέρα [[λέξις]], «[[πορνοκόπος]] Μένανδρος λέγει· οἱ δὲ ἀρχαῖοι, [[πορνότριψ]], ὃ καὶ κρεῖτον» Θωμᾶς Μάγιστρ. 291, Φρύνιχ. 415· πρβλ. [[οἰκότριψ]], [[παιδότριψ]].
|lstext='''πορνότριψ''': ῐβος, ὁ, ([[τρίβω]]) = [[πορνοκόπος]], Συνέσ. 178Β, κτλ.· [[ὅπερ]] λέγεται ὅτι [[εἶναι]] ἡ παλαιοτέρα [[λέξις]], «[[πορνοκόπος]] Μένανδρος λέγει· οἱ δὲ ἀρχαῖοι, [[πορνότριψ]], ὃ καὶ κρεῖτον» Θωμᾶς Μάγιστρ. 291, Φρύνιχ. 415· πρβλ. [[οἰκότριψ]], [[παιδότριψ]].
}}
{{grml
|mltxt=-ιβος, ὁ Α<br />αυτός που συναναστρέφεται με πόρνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόρνη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τριψ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρίβω]]), [[πρβλ]]. [[πεδότριψ]], [[σκευότριψ]]].
}}
}}

Latest revision as of 16:45, 9 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορνότριψ Medium diacritics: πορνότριψ Low diacritics: πορνότριψ Capitals: ΠΟΡΝΟΤΡΙΨ
Transliteration A: pornótrips Transliteration B: pornotrips Transliteration C: pornotrips Beta Code: porno/triy

English (LSJ)

-ιβος, ὁ, (τρίβω) = πορνοκόπος, Phryn. 389, Thom.Mag. p. 291R.

German (Pape)

[Seite 684] ὁ, = πορνοκόπος, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

πορνότριψ: ῐβος, ὁ, (τρίβω) = πορνοκόπος, Συνέσ. 178Β, κτλ.· ὅπερ λέγεται ὅτι εἶναι ἡ παλαιοτέρα λέξις, «πορνοκόπος Μένανδρος λέγει· οἱ δὲ ἀρχαῖοι, πορνότριψ, ὃ καὶ κρεῖτον» Θωμᾶς Μάγιστρ. 291, Φρύνιχ. 415· πρβλ. οἰκότριψ, παιδότριψ.

Greek Monolingual

-ιβος, ὁ Α
αυτός που συναναστρέφεται με πόρνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόρνη + -τριψ (< τρίβω), πρβλ. πεδότριψ, σκευότριψ].