καθυγρασμός: Difference between revisions

From LSJ

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
(6_15)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kathygrasmos
|Transliteration C=kathygrasmos
|Beta Code=kaqugrasmo/s
|Beta Code=kaqugrasmo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">moistening</b>, <span class="bibl">Sor.1.120</span>, <span class="bibl">Aët.5.118</span>.</span>
|Definition=ὁ, [[moistening]], Sor.1.120, Aët.5.118.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καθυγρασμός''': ὁ, τὸ καθυγραίνειν, ἡ [[γλῶττα]] δεῖται καθυγρασμοῦ Ἀετ. 93. 34.
|lstext='''καθυγρασμός''': ὁ, τὸ καθυγραίνειν, ἡ [[γλῶττα]] δεῖται καθυγρασμοῦ Ἀετ. 93. 34.
}}
{{grml
|mltxt=[[καθυγρασμός]], ὁ (Α) [[καθυγραίνω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[καθυγραίνω]], η ύγρανση από [[βρέξιμο]] («ἡ [[γλῶττα]] δεῖται καθυγρασμοῦ», Αέτ.).
}}
}}

Latest revision as of 12:29, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθυγρασμός Medium diacritics: καθυγρασμός Low diacritics: καθυγρασμός Capitals: ΚΑΘΥΓΡΑΣΜΟΣ
Transliteration A: kathygrasmós Transliteration B: kathygrasmos Transliteration C: kathygrasmos Beta Code: kaqugrasmo/s

English (LSJ)

ὁ, moistening, Sor.1.120, Aët.5.118.

German (Pape)

[Seite 1289] ὁ, Anfeuchtung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καθυγρασμός: ὁ, τὸ καθυγραίνειν, ἡ γλῶττα δεῖται καθυγρασμοῦ Ἀετ. 93. 34.

Greek Monolingual

καθυγρασμός, ὁ (Α) καθυγραίνω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καθυγραίνω, η ύγρανση από βρέξιμο («ἡ γλῶττα δεῖται καθυγρασμοῦ», Αέτ.).