πολυκόλυμβος: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
(6_17)
m (LSJ1 replacement)
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polykolymvos
|Transliteration C=polykolymvos
|Beta Code=poluko/lumbos
|Beta Code=poluko/lumbos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">oft-diving</b>, <b class="b3">μέλη</b>, of the frogs, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>245</span> (lyr.).</span>
|Definition=πολυκόλυμβον, [[oft-diving]], [[μέλη]], of the frogs, Ar.''Ra.''245 (lyr.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0664.png Seite 664]] viel tauchend, schwimmend, Ar. Ran. 245.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0664.png Seite 664]] viel tauchend, schwimmend, Ar. Ran. 245.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui plonge souvent]].<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[κολυμβάω]].
}}
{{elnl
|elnltext=πολυκόλυμβος -ον &#91;[[πολύς]], [[κολυμβάω]]] [[met veel geplons]].
}}
{{elru
|elrutext='''πολυκόλυμβος:''' [[постоянно ныряющий]]: ἐν πολυκολύμβοισι μέλεσιν Arph. (о лягушках) не переставая нырять.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που κολυμπάει [[συχνά]], που κολυμπάει πολύ («χαίροντες [oἱ βάτραχοι] ῷδῆς πολυκολύμβοισι μέλεσιν»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[κόλυμβος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>κολυμβῶ</i>), [[πρβλ]]. [[ευκόλυμβος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολῠκόλυμβος:''' -ον ([[κολυμβάω]]), αυτός που κολυμπά [[συχνά]], [[μέλη]] πολυκόλυμβα, λέγεται για τους βατράχους, σε Αριστοφ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυκόλυμβος''': -ον, ὁ [[συχνάκις]] κολυμβῶν ἢ «βουτῶν», πολυκόλυμβα [[μέλη]] τῶν βατράχων Ἀριστοφ. Βάτρ. 245.
|lstext='''πολυκόλυμβος''': -ον, ὁ [[συχνάκις]] κολυμβῶν ἢ «βουτῶν», πολυκόλυμβα [[μέλη]] τῶν βατράχων Ἀριστοφ. Βάτρ. 245.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πολῠ-[[κόλυμβος]], ον, [[κολυμβάω]]<br />oft-[[diving]], [[μέλη]] π., of the frogs, Ar.
}}
}}

Latest revision as of 11:43, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠκόλυμβος Medium diacritics: πολυκόλυμβος Low diacritics: πολυκόλυμβος Capitals: ΠΟΛΥΚΟΛΥΜΒΟΣ
Transliteration A: polykólymbos Transliteration B: polykolymbos Transliteration C: polykolymvos Beta Code: poluko/lumbos

English (LSJ)

πολυκόλυμβον, oft-diving, μέλη, of the frogs, Ar.Ra.245 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 664] viel tauchend, schwimmend, Ar. Ran. 245.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui plonge souvent.
Étymologie: πολύς, κολυμβάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυκόλυμβος -ον [πολύς, κολυμβάω] met veel geplons.

Russian (Dvoretsky)

πολυκόλυμβος: постоянно ныряющий: ἐν πολυκολύμβοισι μέλεσιν Arph. (о лягушках) не переставая нырять.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που κολυμπάει συχνά, που κολυμπάει πολύ («χαίροντες [oἱ βάτραχοι] ῷδῆς πολυκολύμβοισι μέλεσιν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κόλυμβος (< κολυμβῶ), πρβλ. ευκόλυμβος.

Greek Monotonic

πολῠκόλυμβος: -ον (κολυμβάω), αυτός που κολυμπά συχνά, μέλη πολυκόλυμβα, λέγεται για τους βατράχους, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

πολυκόλυμβος: -ον, ὁ συχνάκις κολυμβῶν ἢ «βουτῶν», πολυκόλυμβα μέλη τῶν βατράχων Ἀριστοφ. Βάτρ. 245.

Middle Liddell

πολῠ-κόλυμβος, ον, κολυμβάω
oft-diving, μέλη π., of the frogs, Ar.