ἐπεισαγώγιμος: Difference between revisions
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
(5) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(22 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epeisagogimos | |Transliteration C=epeisagogimos | ||
|Beta Code=e)peisagw/gimos | |Beta Code=e)peisagw/gimos | ||
|Definition= | |Definition=ἐπεισαγώγιμον, [[brought in]] from [[abroad]], [[τὰ ἐπεισαγώγιμα]] = [[imported]] [[ware]]s, [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 370e. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0911.png Seite 911]] noch dazu eingeführt; τὰ ἐπ., [[Waareneinfuhr]], Plat. Rep. II, 370 e. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qu'on importe ; [[τὰ ἐπεισαγώγιμα]] PLAT [[les objets d'importation]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπεισάγω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπεισᾰγώγιμος:'''<br /><b class="num">1</b> [[ввозимый]], [[привозной]] ([[σῖτος]] Dem.; [[ἀγορά]] Plut.): [[τὰ ἐπεισαγώγιμα]] Plat. [[ввозные товары]];<br /><b class="num">2</b> [[поступающий извне]] ([[θερμότης]] Arst.);<br /><b class="num">3</b> [[иноземный]], [[чужой]] ([[γένος]] Eur.; ἐ. καὶ [[βάρβαρος]] Plut.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐπεισᾰγώγιμος''': -ον, ἐπὶ προϊόντων [[ἔξωθεν]] εἰσαγομένων εἴς τινα χώραν, ἀλλὰ μήν, ἦν δ’ ἐγώ, κατοικίσαι γε αὐτὴν τὴν πόλιν εἰς τοιοῦτον τόπον, οὖ ἐπεισαγωγίμων μὴ δεήσεται, [[σχεδόν]] τι ἀδύνατον Πλάτ. Πολ. 370Ε. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπεισαγώγιμος]], -ον (Α)<br />(για προϊόντα) αυτός που εισάγεται από το εξωτερικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[εισαγώγιμος]]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπεισᾰγώγιμος:''' -ον, αυτός που εισάγεται, ο εισαγόμενος επιπροσθέτως των (εγχώριων) προϊόντων μιας χώρας· <i>τὰ ἐπ</i>., εισαγόμενα κατασκευσμένα είδη, σε Πλάτ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἐπ-εισᾰγώγιμος, ον<br />brought in [[besides]] the products of the [[country]]; τὰ ἐπ. [[imported]] [[wares]], Plat. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:12, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐπεισαγώγιμον, brought in from abroad, τὰ ἐπεισαγώγιμα = imported wares, Pl.R. 370e.
German (Pape)
[Seite 911] noch dazu eingeführt; τὰ ἐπ., Waareneinfuhr, Plat. Rep. II, 370 e.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu'on importe ; τὰ ἐπεισαγώγιμα PLAT les objets d'importation.
Étymologie: ἐπεισάγω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπεισᾰγώγιμος:
1 ввозимый, привозной (σῖτος Dem.; ἀγορά Plut.): τὰ ἐπεισαγώγιμα Plat. ввозные товары;
2 поступающий извне (θερμότης Arst.);
3 иноземный, чужой (γένος Eur.; ἐ. καὶ βάρβαρος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεισᾰγώγιμος: -ον, ἐπὶ προϊόντων ἔξωθεν εἰσαγομένων εἴς τινα χώραν, ἀλλὰ μήν, ἦν δ’ ἐγώ, κατοικίσαι γε αὐτὴν τὴν πόλιν εἰς τοιοῦτον τόπον, οὖ ἐπεισαγωγίμων μὴ δεήσεται, σχεδόν τι ἀδύνατον Πλάτ. Πολ. 370Ε.
Greek Monolingual
ἐπεισαγώγιμος, -ον (Α)
(για προϊόντα) αυτός που εισάγεται από το εξωτερικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εισαγώγιμος].
Greek Monotonic
ἐπεισᾰγώγιμος: -ον, αυτός που εισάγεται, ο εισαγόμενος επιπροσθέτως των (εγχώριων) προϊόντων μιας χώρας· τὰ ἐπ., εισαγόμενα κατασκευσμένα είδη, σε Πλάτ.
Middle Liddell
ἐπ-εισᾰγώγιμος, ον
brought in besides the products of the country; τὰ ἐπ. imported wares, Plat.