χαόω: Difference between revisions

From LSJ

μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown

Source
(6_2)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chaoo
|Transliteration C=chaoo
|Beta Code=xao/w
|Beta Code=xao/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">destroy utterly, swallow up</b>, λέγων χαῶσαι αὐτόν <span class="bibl">Simp.<span class="title">in Epict.</span>p.47</span> D.:—Pass., ἐν τῇ γῇ χαούμενος <span class="bibl">Olymp. <span class="title">in Mete.</span>143.5</span>.</span>
|Definition=[[destroy utterly]], [[swallow up]], λέγων χαῶσαι αὐτόν Simp.''in Epict.''p.47 D.:—Pass., ἐν τῇ γῇ χαούμενος Olymp. ''in Mete.''143.5.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χαόω''': [[καταστρέφω]] παντελῶς, [[λέξις]] τῶν μεταγενεστέρων ἀντὶ τοῦ [[ἀπόλλυμι]], Σιμπλ. Ἐπίκτ. 173, καὶ [[συχν]]. παρὰ τῷ Achmes ἐν Ὀνειρ. - Παθ., μεταβάλλομαι εἰς [[χάος]], ὁλοσχερῶς καταστρέφομαι, «χάνομαι», [[οὔτε]] τις [[κτίσις]] τῆς πόλεως ἔμεινεν, ἀλλὰ πάντα ἐχαώθη Ἀθανάσ. τ. 2, σελ. 9D· καταπίνομαι ὑπὸ σεισμοῦ, ἐσχίσθη ἡ γῆ ὑπὸ τοῦ σεισμοῦ, καὶ ἐχαώθη τὸ ἥμισυ τῆς πόλεως [[μετὰ]] τῶν οἰκητόρων Ἰω. Μαλαλ. σ. 437, 19, κλπ.
|lstext='''χαόω''': [[καταστρέφω]] παντελῶς, [[λέξις]] τῶν μεταγενεστέρων ἀντὶ τοῦ [[ἀπόλλυμι]], Σιμπλ. Ἐπίκτ. 173, καὶ συχν. παρὰ τῷ Achmes ἐν Ὀνειρ. - Παθ., μεταβάλλομαι εἰς [[χάος]], ὁλοσχερῶς καταστρέφομαι, «χάνομαι», [[οὔτε]] τις [[κτίσις]] τῆς πόλεως ἔμεινεν, ἀλλὰ πάντα ἐχαώθη Ἀθανάσ. τ. 2, σελ. 9D· καταπίνομαι ὑπὸ σεισμοῦ, ἐσχίσθη ἡ γῆ ὑπὸ τοῦ σεισμοῦ, καὶ ἐχαώθη τὸ ἥμισυ τῆς πόλεως μετὰ τῶν οἰκητόρων Ἰω. Μαλαλ. σ. 437, 19, κλπ.
}}
}}

Latest revision as of 11:14, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰόω Medium diacritics: χαόω Low diacritics: χαόω Capitals: ΧΑΟΩ
Transliteration A: chaóō Transliteration B: chaoō Transliteration C: chaoo Beta Code: xao/w

English (LSJ)

destroy utterly, swallow up, λέγων χαῶσαι αὐτόν Simp.in Epict.p.47 D.:—Pass., ἐν τῇ γῇ χαούμενος Olymp. in Mete.143.5.

German (Pape)

[Seite 1335] = ἀπόλλυμι, Simplic. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χαόω: καταστρέφω παντελῶς, λέξις τῶν μεταγενεστέρων ἀντὶ τοῦ ἀπόλλυμι, Σιμπλ. Ἐπίκτ. 173, καὶ συχν. παρὰ τῷ Achmes ἐν Ὀνειρ. - Παθ., μεταβάλλομαι εἰς χάος, ὁλοσχερῶς καταστρέφομαι, «χάνομαι», οὔτε τις κτίσις τῆς πόλεως ἔμεινεν, ἀλλὰ πάντα ἐχαώθη Ἀθανάσ. τ. 2, σελ. 9D· καταπίνομαι ὑπὸ σεισμοῦ, ἐσχίσθη ἡ γῆ ὑπὸ τοῦ σεισμοῦ, καὶ ἐχαώθη τὸ ἥμισυ τῆς πόλεως μετὰ τῶν οἰκητόρων Ἰω. Μαλαλ. σ. 437, 19, κλπ.