στεγνωτικός: Difference between revisions

From LSJ

οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms

Source
(6_11)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stegnotikos
|Transliteration C=stegnotikos
|Beta Code=stegnwtiko/s
|Beta Code=stegnwtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">making costive, astringent</b>, Dsc.1.115; <b class="b3">σ. κοιλίας</b> ibid., cf. Meges ap.<span class="bibl">Orib.44.24.9</span>.</span>
|Definition=στεγνωτική, στεγνωτικόν, [[making costive]], [[astringent]], Dsc.1.115; <b class="b3">σ. κοιλίας</b> ibid., cf. Meges ap.Orib.44.24.9.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στεγνωτικός''': -ή, -όν, ὁ προξενῶν δυσκοιλιότητα, [[στυπτικός]], Διοσκ. 1. 160· στ. κοιλίας ὁ αὐτ. 1. 164.
|lstext='''στεγνωτικός''': -ή, -όν, ὁ προξενῶν δυσκοιλιότητα, [[στυπτικός]], Διοσκ. 1. 160· στ. κοιλίας ὁ αὐτ. 1. 164.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[στεγνωτικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[στεγνῶ</i> / -<i>ώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που συντελεί στο [[στέγνωμα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το στεγνωτικό</i><br /><b>τεχνολ.</b> ακόρεστο λιπαρό [[έλαιο]] ή [[φυσική]] [[ρητίνη]], ένα [[στρώμα]] τών οποίων, όταν εκτεθεί στον αέρα, μετατρέπεται τελικά σε ένα σκληρό στεγνό και [[ελαστικό]] [[προϊόν]] που χρησιμοποιείται στα χρώματα βαφής οχημάτων, στα βερνίκια και στα τυπογραφικά [[μελάνια]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[στυπτικός]], αυτός που προκαλεί [[δυσκοιλιότητα]].
}}
}}

Latest revision as of 13:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεγνωτικός Medium diacritics: στεγνωτικός Low diacritics: στεγνωτικός Capitals: ΣΤΕΓΝΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: stegnōtikós Transliteration B: stegnōtikos Transliteration C: stegnotikos Beta Code: stegnwtiko/s

English (LSJ)

στεγνωτική, στεγνωτικόν, making costive, astringent, Dsc.1.115; σ. κοιλίας ibid., cf. Meges ap.Orib.44.24.9.

German (Pape)

[Seite 932] zum Verdichten, Verstopfen gehörig, geschickt, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

στεγνωτικός: -ή, -όν, ὁ προξενῶν δυσκοιλιότητα, στυπτικός, Διοσκ. 1. 160· στ. κοιλίας ὁ αὐτ. 1. 164.

Greek Monolingual

-ή, -ό / στεγνωτικός, -ή, -όν, ΝΑ [[στεγνῶ / -ώνω]]
νεοελλ.
1. αυτός που συντελεί στο στέγνωμα
2. το ουδ. ως ουσ. το στεγνωτικό
τεχνολ. ακόρεστο λιπαρό έλαιο ή φυσική ρητίνη, ένα στρώμα τών οποίων, όταν εκτεθεί στον αέρα, μετατρέπεται τελικά σε ένα σκληρό στεγνό και ελαστικό προϊόν που χρησιμοποιείται στα χρώματα βαφής οχημάτων, στα βερνίκια και στα τυπογραφικά μελάνια
αρχ.
στυπτικός, αυτός που προκαλεί δυσκοιλιότητα.