σπαθίζω: Difference between revisions
Οὐδεὶς μετ' ὀργῆς ἀσφαλῶς βουλεύεται → Consilia sunt intuta, quibus ira adsidet → Im Zorn fasst keiner ungefährdet einen Plan
(6_1) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=spathizo | |Transliteration C=spathizo | ||
|Beta Code=spaqi/zw | |Beta Code=spaqi/zw | ||
|Definition=(< | |Definition=(<br><span class="bld">A</span> σπάθη 2) [[stir with a spatula]], ἰατρικῶς Ps.-Democr. Alch.p.56 B.:—Pass., Orib.''Fr.''85:—Med., [[use one in anointing oneself]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">2</span> ([[σπάθη]] 5) [[play with the sword]], [[varia lectio|v.l.]] in Cratin.219.<br><span class="bld">II</span> = σπαθάω ''ΙΙ'', in Pass., to [[be squandered]], i.e. [[destroyed]], Ly d.''Mag.''2.1. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σπᾰθίζω''': ([[σπάθη]] 2) ἐξαπλώνω διὰ πλατέος κοχλιαρίου, [[ἀλείφω]], [[χρίω]], Νικόλ. Μυρεψ. - Μέσ., [[συνηθίζω]] νὰ χρίωμαι, «μύρῳ ἀλείφεσθαι» Ἡσύχ. 2) ([[σπάθη]] 5) [[παίζω]] τὴν σπάθην, [[κάμνω]] ξιφασκίαν, διάφ. γραφ. παρὰ Κρρατίν. ἐν «Τροφωνίῶ» 4· - πλήττω διὰ τοῦ ξίφους, Νικήτ. Εὐγεν. ΙΙ. = [[σπαθάω]] ΙΙ, σπαταλῶ, Βυζ. - Παθ., καταστρέφομαι, Ἰω. Λυδ. π. Ἀρχ. Πολιτικ. 2. 1. | |lstext='''σπᾰθίζω''': ([[σπάθη]] 2) ἐξαπλώνω διὰ πλατέος κοχλιαρίου, [[ἀλείφω]], [[χρίω]], Νικόλ. Μυρεψ. - Μέσ., [[συνηθίζω]] νὰ χρίωμαι, «μύρῳ ἀλείφεσθαι» Ἡσύχ. 2) ([[σπάθη]] 5) [[παίζω]] τὴν σπάθην, [[κάμνω]] ξιφασκίαν, διάφ. γραφ. παρὰ Κρρατίν. ἐν «Τροφωνίῶ» 4· - πλήττω διὰ τοῦ ξίφους, Νικήτ. Εὐγεν. ΙΙ. = [[σπαθάω]] ΙΙ, σπαταλῶ, Βυζ. - Παθ., καταστρέφομαι, Ἰω. Λυδ. π. Ἀρχ. Πολιτικ. 2. 1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜΑ [[σπάθη]]<br /><b>(αμτβ.)</b> ασκούμαι στην [[ξιφασκία]]<br />(νεοελλ-μσν.) <b>(μτβ.)</b> [[χτυπώ]] με [[σπαθί]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απλώνω]] [[κάτι]] με [[σπάτουλα]]<br /><b>2.</b> [[σπαταλώ]], [[διασπαθίζω]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>σπαθίζομαι</i><br />[[συνηθίζω]] να αλείφομαι με αρωματικές ουσίες<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> καταστρέφομαι. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:29, 25 August 2023
English (LSJ)
(
A σπάθη 2) stir with a spatula, ἰατρικῶς Ps.-Democr. Alch.p.56 B.:—Pass., Orib.Fr.85:—Med., use one in anointing oneself, Hsch.
2 (σπάθη 5) play with the sword, v.l. in Cratin.219.
II = σπαθάω ΙΙ, in Pass., to be squandered, i.e. destroyed, Ly d.Mag.2.1.
German (Pape)
[Seite 915] mit der Spatel umrühren od. aufstreichen; med. sich mit der Spatel Salbe aufstreichen, sich salben, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
σπᾰθίζω: (σπάθη 2) ἐξαπλώνω διὰ πλατέος κοχλιαρίου, ἀλείφω, χρίω, Νικόλ. Μυρεψ. - Μέσ., συνηθίζω νὰ χρίωμαι, «μύρῳ ἀλείφεσθαι» Ἡσύχ. 2) (σπάθη 5) παίζω τὴν σπάθην, κάμνω ξιφασκίαν, διάφ. γραφ. παρὰ Κρρατίν. ἐν «Τροφωνίῶ» 4· - πλήττω διὰ τοῦ ξίφους, Νικήτ. Εὐγεν. ΙΙ. = σπαθάω ΙΙ, σπαταλῶ, Βυζ. - Παθ., καταστρέφομαι, Ἰω. Λυδ. π. Ἀρχ. Πολιτικ. 2. 1.
Greek Monolingual
ΝΜΑ σπάθη
(αμτβ.) ασκούμαι στην ξιφασκία
(νεοελλ-μσν.) (μτβ.) χτυπώ με σπαθί
αρχ.
1. απλώνω κάτι με σπάτουλα
2. σπαταλώ, διασπαθίζω
3. μέσ. σπαθίζομαι
συνηθίζω να αλείφομαι με αρωματικές ουσίες
4. παθ. καταστρέφομαι.