κατασμικρύνω: Difference between revisions
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
(6_20) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(19 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katasmikryno | |Transliteration C=katasmikryno | ||
|Beta Code=katasmikru/nw | |Beta Code=katasmikru/nw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[lessen]], [[abridge]], τὴν τοῦ λόγου σεμνότητα Demetr.''Eloc.''44, cf. Luc. ''Gall.''14, Porph.''Sent.''40:—Pass., to [[be made small]], [[LXX]] ''2 Ki.''7.19; [[become less]], Marcellin.''Puls.''310: metaph., M.Ant.8.36.<br><span class="bld">II</span> = [[κατασμικρίζω]], [[belittle]], κατασμικρῦναι καὶ διαφαυλίσαι Hierocl.p.59 A., cf. Max.Tyr.22.2, Ath.8.359a, Simp.''in Epict.'' p.102 D.<br><span class="bld">III</span> = [[κατακερματίζω]], εἰς λεπτὰ καὶ ἀγεννῆ μόρια Max. Tyr.34.1 (Pass.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1379.png Seite 1379]] kleiner, geringer machen, verkleinern, herabsetzen; Ath. VIII, 359 a; τὸ [[ὄνομα]] Luc. Gall. 14; Sp. – Pass. schwächer, kleiner werden, M. Ant. 8, 36. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1379.png Seite 1379]] kleiner, geringer machen, verkleinern, herabsetzen; Ath. VIII, 359 a; τὸ [[ὄνομα]] Luc. Gall. 14; Sp. – Pass. schwächer, kleiner werden, M. Ant. 8, 36. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> [[rapetisser]], [[amoindrir]] ; <i>Pass.</i> devenir plus petit, plus faible;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> rabaisser.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σμικρύνω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κατασμικρύνω [[[κατά]], [[μικρός]]] [[verkleinen]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατασμῑκρύνω:''' [[делать маленьким]], [[уменьшать]], [[умалять]] (τὸ ὄνομά τινος Luc.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατασμῑκρύνω''': πολὺ σμικρύνω, ἐλαττώνω, ταπεινῶ, ὑποτιμῶ, κ. τὴν τοῦ λόγου σεμνότητα Δημ. Φαληρ. 44· κ. τὰ περὶ τὴν ὀψωνίαν Ἀθην. 359Α· μὴ κατασμικρύνειν μου [[τοὔνομα]], οὐ γὰρ [[Σίμων]] ἀλλὰ [[Σιμωνίδης]] ὀνομάζομαι Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκ. 14· κ. καὶ ξηραίνειν Πορφύρ.· κ. καὶ διαφαυλίζειν τὰ τῶν ἄλλων Στοβ. Ἀνθολ. 3. 162, κ. ἀλλ.- Παθ., [[γίνομαι]] μικρότερος, σμικρύνομαι, ἐλαττοῦμαι, Μ. Ἀντων. 8. 36. | |lstext='''κατασμῑκρύνω''': πολὺ σμικρύνω, ἐλαττώνω, ταπεινῶ, ὑποτιμῶ, κ. τὴν τοῦ λόγου σεμνότητα Δημ. Φαληρ. 44· κ. τὰ περὶ τὴν ὀψωνίαν Ἀθην. 359Α· μὴ κατασμικρύνειν μου [[τοὔνομα]], οὐ γὰρ [[Σίμων]] ἀλλὰ [[Σιμωνίδης]] ὀνομάζομαι Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκ. 14· κ. καὶ ξηραίνειν Πορφύρ.· κ. καὶ διαφαυλίζειν τὰ τῶν ἄλλων Στοβ. Ἀνθολ. 3. 162, κ. ἀλλ.- Παθ., [[γίνομαι]] μικρότερος, σμικρύνομαι, ἐλαττοῦμαι, Μ. Ἀντων. 8. 36. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κατασμικρύνω]] (AM)<br /><b>1.</b> [[ελαττώνω]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[καταφρονώ]], [[εξευτελίζω]]<br /><b>3.</b> [[κατακερματίζω]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>κατασμικρύνομαι</i><br />[[γίνομαι]] [[μικρότερος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:24, 25 August 2023
English (LSJ)
A lessen, abridge, τὴν τοῦ λόγου σεμνότητα Demetr.Eloc.44, cf. Luc. Gall.14, Porph.Sent.40:—Pass., to be made small, LXX 2 Ki.7.19; become less, Marcellin.Puls.310: metaph., M.Ant.8.36.
II = κατασμικρίζω, belittle, κατασμικρῦναι καὶ διαφαυλίσαι Hierocl.p.59 A., cf. Max.Tyr.22.2, Ath.8.359a, Simp.in Epict. p.102 D.
III = κατακερματίζω, εἰς λεπτὰ καὶ ἀγεννῆ μόρια Max. Tyr.34.1 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 1379] kleiner, geringer machen, verkleinern, herabsetzen; Ath. VIII, 359 a; τὸ ὄνομα Luc. Gall. 14; Sp. – Pass. schwächer, kleiner werden, M. Ant. 8, 36.
French (Bailly abrégé)
1 rapetisser, amoindrir ; Pass. devenir plus petit, plus faible;
2 fig. rabaisser.
Étymologie: κατά, σμικρύνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατασμικρύνω [κατά, μικρός] verkleinen.
Russian (Dvoretsky)
κατασμῑκρύνω: делать маленьким, уменьшать, умалять (τὸ ὄνομά τινος Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
κατασμῑκρύνω: πολὺ σμικρύνω, ἐλαττώνω, ταπεινῶ, ὑποτιμῶ, κ. τὴν τοῦ λόγου σεμνότητα Δημ. Φαληρ. 44· κ. τὰ περὶ τὴν ὀψωνίαν Ἀθην. 359Α· μὴ κατασμικρύνειν μου τοὔνομα, οὐ γὰρ Σίμων ἀλλὰ Σιμωνίδης ὀνομάζομαι Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκ. 14· κ. καὶ ξηραίνειν Πορφύρ.· κ. καὶ διαφαυλίζειν τὰ τῶν ἄλλων Στοβ. Ἀνθολ. 3. 162, κ. ἀλλ.- Παθ., γίνομαι μικρότερος, σμικρύνομαι, ἐλαττοῦμαι, Μ. Ἀντων. 8. 36.
Greek Monolingual
κατασμικρύνω (AM)
1. ελαττώνω κάτι
2. καταφρονώ, εξευτελίζω
3. κατακερματίζω
4. παθ. κατασμικρύνομαι
γίνομαι μικρότερος.