ἐριδινής: Difference between revisions

From LSJ

ἡμέραν δ' ἐξ ἡμέρας ῥίπτεις κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἀρη → day after day you cast your dice in war against the Argives, day by day you make your throw adventuring war against the Argives

Source
(6_7)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eridinis
|Transliteration C=eridinis
|Beta Code=e)ridinh/s
|Beta Code=e)ridinh/s
|Definition=ές<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span>, (δῖνος) <b class="b2">whirling, eddying swiftly</b>, <span class="bibl">Tryph.231</span> (v.l. [[περιδ-]]).</span>
|Definition=ἐριδινές<br><span class="bld">A</span>, ([[δῖνος]]) [[whirling]], [[eddying swiftly]], Tryph.231 ([[varia lectio|v.l.]] [[περιδινής]]).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐριδῑνής''': -ές, ([[δῖνος]]), ὁ [[λίαν]] [[ταχέως]] περιδινούμενος, καπνὸν ἐρευγομένη ἐριδινέα Τρυφιόδ. 231.
|lstext='''ἐριδῑνής''': -ές, ([[δῖνος]]), ὁ [[λίαν]] [[ταχέως]] περιδινούμενος, καπνὸν ἐρευγομένη ἐριδινέα Τρυφιόδ. 231.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐριδινής]], -ές (Α)<br />αυτός που περιδινείται, περιστρέφεται πολύ [[γρήγορα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ερι</i>- (επιτατικό [[μόριο]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>δινής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δίνος]] «[[περιστροφή]]»].
}}
}}

Latest revision as of 11:12, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐριδῑνής Medium diacritics: ἐριδινής Low diacritics: εριδινής Capitals: ΕΡΙΔΙΝΗΣ
Transliteration A: eridinḗs Transliteration B: eridinēs Transliteration C: eridinis Beta Code: e)ridinh/s

English (LSJ)

ἐριδινές
A, (δῖνος) whirling, eddying swiftly, Tryph.231 (v.l. περιδινής).

German (Pape)

[Seite 1028] ές, sehr wirbelnd, Tryph. 231.

Greek (Liddell-Scott)

ἐριδῑνής: -ές, (δῖνος), ὁ λίαν ταχέως περιδινούμενος, καπνὸν ἐρευγομένη ἐριδινέα Τρυφιόδ. 231.

Greek Monolingual

ἐριδινής, -ές (Α)
αυτός που περιδινείται, περιστρέφεται πολύ γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτατικό μόριο) + -δινής (< δίνος «περιστροφή»].