συρραφή: Difference between revisions

From LSJ

Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf

Menander, Monostichoi, 536
(6_11)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syrrafi
|Transliteration C=syrrafi
|Beta Code=surrafh/
|Beta Code=surrafh/
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">sewing together, seam</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Off.</span>9</span>, Heliod. ap. <span class="bibl">Orib.48.50.1</span>, <span class="bibl">48.58.4</span>, <span class="bibl">Sor.<span class="title">Fasc.</span>47</span>.</span>
|Definition=ἡ, [[sewing together]], [[seam]], Hp.''Off.''9, Heliod. ap. Orib.48.50.1, 48.58.4, Sor.''Fasc.''47.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συρρᾰφή''': ἡ, τὸ συρράπτειν, [[συναρμογή]], [[συνειρμός]], Ἱππ. περὶ Ἰητρ. 743, Ὀρειβάσ.
|lstext='''συρρᾰφή''': ἡ, τὸ συρράπτειν, [[συναρμογή]], [[συνειρμός]], Ἱππ. περὶ Ἰητρ. 743, Ὀρειβάσ.
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[συρράπτω]]<br />[[σύναψη]] με [[ραφή]], [[ράψιμο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[σύγγραμμα]]) [[σύνθεση]] με ύλη από διάφορα συγγράμματα, [[συμπίληση]]<br /><b>2.</b> [[συνένωση]] τεμαχίων υφάσματος για [[κατασκευή]] ιστίων και σκηνών.
}}
{{elnl
|elnltext=συρρᾰφή -ῆς, ἡ [συρράπτω] [[het aan elkaar naaien]], [[hechting]].
}}
{{pape
|ptext=<i>das [[Zusammennähen]]</i>, bes. übertragen <i>das Einfädeln von [[Listen]] und Ränken</i>, Sp.
}}
}}

Latest revision as of 11:29, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συρρᾰφή Medium diacritics: συρραφή Low diacritics: συρραφή Capitals: ΣΥΡΡΑΦΗ
Transliteration A: syrraphḗ Transliteration B: syrraphē Transliteration C: syrrafi Beta Code: surrafh/

English (LSJ)

ἡ, sewing together, seam, Hp.Off.9, Heliod. ap. Orib.48.50.1, 48.58.4, Sor.Fasc.47.

Greek (Liddell-Scott)

συρρᾰφή: ἡ, τὸ συρράπτειν, συναρμογή, συνειρμός, Ἱππ. περὶ Ἰητρ. 743, Ὀρειβάσ.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ συρράπτω
σύναψη με ραφή, ράψιμο
νεοελλ.
1. (για σύγγραμμα) σύνθεση με ύλη από διάφορα συγγράμματα, συμπίληση
2. συνένωση τεμαχίων υφάσματος για κατασκευή ιστίων και σκηνών.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συρρᾰφή -ῆς, ἡ [συρράπτω] het aan elkaar naaien, hechting.

German (Pape)

das Zusammennähen, bes. übertragen das Einfädeln von Listen und Ränken, Sp.