εὐάγεια: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
(6_9)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=evageia
|Transliteration C=evageia
|Beta Code=eu)a/geia
|Beta Code=eu)a/geia
|Definition=[<b class="b3">ᾱ], ἡ,</b> (εὐᾱγής) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">brightness, clearness, alertness</b>, [<b class="b3">τῆς ψυχῆς</b>] <span class="bibl">Iamb.<span class="title">VP</span>24.107</span>: pl., <b class="b3">ἀγχίνοιαί τε καὶ ψυχῆς εὐάγειαι</b> ib.<span class="bibl">17.74</span>: prob. cj. ib.<span class="bibl">3.13</span>.</span>
|Definition=[ᾱ], ἡ, ([[εὐαγής]]) [[brightness]], [[clearness]], [[alertness]], [τῆς ψυχῆς] Iamb.''VP''24.107: pl., <b class="b3">ἀγχίνοιαί τε καὶ ψυχῆς εὐάγειαι</b> ib.17.74: prob. cj. ib.3.13.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐάγεια''': ἡ, [[καθαρότης]], [[ἁγνεία]], [[ἁγιότης]], Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 74. ΙΙ. [[λαμπρότης]], [[αὐτόθι]] 107· ἐν Προτρεπτ. σ. 152 [[εὐαγία]], ἀλλὰ [[μετὰ]] διαφ. γραφ. εὐαυγία.
|lstext='''εὐάγεια''': ἡ, [[καθαρότης]], [[ἁγνεία]], [[ἁγιότης]], Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 74. ΙΙ. [[λαμπρότης]], [[αὐτόθι]] 107· ἐν Προτρεπτ. σ. 152 [[εὐαγία]], ἀλλὰ μετὰ διαφ. γραφ. εὐαυγία.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐάγεια]], ἡ (Α) [[ευαγής]]<br />[[καθαρότητα]], [[λαμπρότητα]], [[αγνεία]], [[αγιότητα]] («τῆς ψυχῆς [[εὐάγεια]]», Ιάμβλ.).
}}
}}

Latest revision as of 10:59, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐάγεια Medium diacritics: εὐάγεια Low diacritics: ευάγεια Capitals: ΕΥΑΓΕΙΑ
Transliteration A: euágeia Transliteration B: euageia Transliteration C: evageia Beta Code: eu)a/geia

English (LSJ)

[ᾱ], ἡ, (εὐαγής) brightness, clearness, alertness, [τῆς ψυχῆς] Iamb.VP24.107: pl., ἀγχίνοιαί τε καὶ ψυχῆς εὐάγειαι ib.17.74: prob. cj. ib.3.13.

German (Pape)

[Seite 1054] ἡ, Reinheit, Heiligkeit, Iambl.

Greek (Liddell-Scott)

εὐάγεια: ἡ, καθαρότης, ἁγνεία, ἁγιότης, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 74. ΙΙ. λαμπρότης, αὐτόθι 107· ἐν Προτρεπτ. σ. 152 εὐαγία, ἀλλὰ μετὰ διαφ. γραφ. εὐαυγία.

Greek Monolingual

εὐάγεια, ἡ (Α) ευαγής
καθαρότητα, λαμπρότητα, αγνεία, αγιότητα («τῆς ψυχῆς εὐάγεια», Ιάμβλ.).