ἐλαιοειδής: Difference between revisions

From LSJ

τίκτει τοι κόρος ὕβριν, ὅταν κακῷ ὄλβος ἕπηται ἀνθρώπῳ καὶ ὅτῳ μὴ νόος ἄρτιος ᾖ → satiety engenders hybris when great prosperity attends on a base man or one whose mind is not set up right

Source
(6_7)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=elaioeidis
|Transliteration C=elaioeidis
|Beta Code=e)laioeidh/s
|Beta Code=e)laioeidh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ἐλαιώδης]], <span class="bibl">Aret.<span class="title">SA</span>2.6</span>; ἴχωρ <span class="bibl">Aët.13.23</span>.</span>
|Definition=ἐλαιοειδές, = [[ἐλαιώδης]], Aret.''SA''2.6; ἴχωρ Aët.13.23.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ές<br />[[parecido al aceite]] por su aspecto o consistencia τὰ δὲ ἐμεύμενα ... ἐλαιοειδέα Aret.<i>SA</i> 2.6.5, ἰχώρ Aët.13.23.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐλαιοειδής''': -ές, = [[ἐλαιώδης]], Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 6.
|lstext='''ἐλαιοειδής''': -ές, = [[ἐλαιώδης]], Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 6.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ἐλαιοειδής]], -ές)<br />αυτός που μοιάζει με [[λάδι]] ή με [[ελιά]] (το [[δέντρο]] ή τον καρπό)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> <i>τα ελαιοειδή</i><br />[[οικογένεια]] δικοτυλήδονων [[φυτών]].
}}
}}

Latest revision as of 12:04, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλαιοειδής Medium diacritics: ἐλαιοειδής Low diacritics: ελαιοειδής Capitals: ΕΛΑΙΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: elaioeidḗs Transliteration B: elaioeidēs Transliteration C: elaioeidis Beta Code: e)laioeidh/s

English (LSJ)

ἐλαιοειδές, = ἐλαιώδης, Aret.SA2.6; ἴχωρ Aët.13.23.

Spanish (DGE)

-ές
parecido al aceite por su aspecto o consistencia τὰ δὲ ἐμεύμενα ... ἐλαιοειδέα Aret.SA 2.6.5, ἰχώρ Aët.13.23.

German (Pape)

[Seite 788] ές, olivenartig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλαιοειδής: -ές, = ἐλαιώδης, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 6.

Greek Monolingual

-ές (Α ἐλαιοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με λάδι ή με ελιά (το δέντρο ή τον καρπό)
νεοελλ.
βοτ. τα ελαιοειδή
οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών.