κοσκινόρινος: Difference between revisions

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
(6_16)
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=koskinorinos
|Transliteration C=koskinorinos
|Beta Code=koskino/rinos
|Beta Code=koskino/rinos
|Definition=(-ριος cod.)<b class="b3">· εἰς κοσκίνου κατασκευὴν ῥινός</b>, Hsch.
|Definition=(-ριος cod.)· εἰς κοσκίνου κατασκευὴν ῥινός, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κοσκινόρινος''': -ον, «εἰς κοσκίνου κατασκευὴν [[ῥινός]]», δηλ. δέρμα πρὸς κατασκευὴν κοσκίνου, Ἡσύχ.
|lstext='''κοσκινόρινος''': -ον, «εἰς κοσκίνου κατασκευὴν [[ῥινός]]», δηλ. δέρμα πρὸς κατασκευὴν κοσκίνου, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κοσκινόρινος]], ὁ (Α)<br />(για ζώο) αυτός που έχει [[δέρμα]] κατάλληλο για την [[κατασκευή]] κόσκινου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόσκινον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ρινος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥινός]] «[[δέρμα]] ζώων ή ανθρώπου»), [[πρβλ]]. [[κελαινόρρινος]], [[μελάρρινος]]].
}}
{{pape
|ptext=[ρῑ], <i>mit einem wie ein Sieb durchlöcherten [[Leder]]</i>, [[vielleicht]] von einem alten [[Schilde]], Hesych.; oder <i>ein Fell, zum Siebmachen [[geeignet]]</i>.
}}
}}

Latest revision as of 09:25, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοσκῐνόρῑνος Medium diacritics: κοσκινόρινος Low diacritics: κοσκινόρινος Capitals: ΚΟΣΚΙΝΟΡΙΝΟΣ
Transliteration A: koskinórinos Transliteration B: koskinorinos Transliteration C: koskinorinos Beta Code: koskino/rinos

English (LSJ)

(-ριος cod.)· εἰς κοσκίνου κατασκευὴν ῥινός, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

κοσκινόρινος: -ον, «εἰς κοσκίνου κατασκευὴν ῥινός», δηλ. δέρμα πρὸς κατασκευὴν κοσκίνου, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κοσκινόρινος, ὁ (Α)
(για ζώο) αυτός που έχει δέρμα κατάλληλο για την κατασκευή κόσκινου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόσκινον + -ρινος (< ῥινός «δέρμα ζώων ή ανθρώπου»), πρβλ. κελαινόρρινος, μελάρρινος].

German (Pape)

[ρῑ], mit einem wie ein Sieb durchlöcherten Leder, vielleicht von einem alten Schilde, Hesych.; oder ein Fell, zum Siebmachen geeignet.