σχίδιον: Difference between revisions
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(6_3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=schidion | |Transliteration C=schidion | ||
|Beta Code=sxi/dion | |Beta Code=sxi/dion | ||
|Definition=[ | |Definition=[ῐ], τό, ''Dim. of'' [[σχίζα]], in Lat. form<br><span class="bld">A</span> [[schidium]], Vitr.2.1.4.<br><span class="bld">II</span> = [[βάθρον]] 6, Ruf. ap. Orib.49.26.1.<br><span class="bld">III</span> σχίδια· ὠμόλινα, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σχίδιον''': [ῐ], τό, ὑποκορ. τοῦ [[σχίζα]], πρβλ. Βιτρούβ. 2. 1. | |lstext='''σχίδιον''': [ῐ], τό, ὑποκορ. τοῦ [[σχίζα]], πρβλ. Βιτρούβ. 2. 1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Α [[σχίδα]]<br /><b>1.</b> <b>υποκορ.</b> μικρή [[σχίζα]]<br /><b>2.</b> [[μηχάνημα]] επινοημένο από τον Ιπποκράτη για την [[ανάταξη]] εξαρθρημάτων και καταγμάτων του μηρού ή της κνήμης<br /><b>3.</b> [[δόρυ]]<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> <b>στον πληθ.</b> <i>σχίδια</i><br />«ὠμόλινα». | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:46, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῐ], τό, Dim. of σχίζα, in Lat. form
A schidium, Vitr.2.1.4.
II = βάθρον 6, Ruf. ap. Orib.49.26.1.
III σχίδια· ὠμόλινα, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1056] τό, 1) dim. vom Vorigen. – 2) im plur. gezupfte Leinwand, Wundfaden, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σχίδιον: [ῐ], τό, ὑποκορ. τοῦ σχίζα, πρβλ. Βιτρούβ. 2. 1.
Greek Monolingual
τὸ, Α σχίδα
1. υποκορ. μικρή σχίζα
2. μηχάνημα επινοημένο από τον Ιπποκράτη για την ανάταξη εξαρθρημάτων και καταγμάτων του μηρού ή της κνήμης
3. δόρυ
4. (κατά τον Ησύχ.) στον πληθ. σχίδια
«ὠμόλινα».