ὀπωροφθισία: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
(6_11)
(29)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀπωροφθισία''': ἡ, τὸ [[τέλος]], ἡ [[λῆξις]] τῶν ὀπωρῶν, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 503.
|lstext='''ὀπωροφθισία''': ἡ, τὸ [[τέλος]], ἡ [[λῆξις]] τῶν ὀπωρῶν, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 503.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀπωροφθισία]], ἡ (Μ)<br />το [[τέλος]] της εποχής της οπώρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀπώρα]] <span style="color: red;">+</span> [[φθίσις]] (<span style="color: red;"><</span> [[φθίνω]]) [[κατά]] τα θηλ. σε -<i>ία</i>].
}}
}}

Latest revision as of 12:10, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 365] ἡ, das Verderben des Obstes, der Früchte, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπωροφθισία: ἡ, τὸ τέλος, ἡ λῆξις τῶν ὀπωρῶν, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 503.

Greek Monolingual

ὀπωροφθισία, ἡ (Μ)
το τέλος της εποχής της οπώρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + φθίσις (< φθίνω) κατά τα θηλ. σε -ία].