ὀρθοστάδιον: Difference between revisions

From LSJ

Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.

Source
(6_3)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=orthostadion
|Transliteration C=orthostadion
|Beta Code=o)rqosta/dion
|Beta Code=o)rqosta/dion
|Definition=[ᾰ], τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">a loose, ungirded tunic</b>, which hung down <b class="b2">in straight folds</b> from the neck to the ground (v. <b class="b3">στάδιος, στατός</b>), <span class="bibl">Ar.<span class="title">Lys.</span>45</span>, <span class="bibl">D.C.63.17</span>:—also ὀρθο-στάδιος <b class="b3">χιτών</b>, <span class="bibl">Poll.7.49</span>, <span class="bibl">Eust.1166.55</span>.</span>
|Definition=[ᾰ], τό, a [[loose]], [[ungirded tunic]], which hung down [[in straight folds]] from the neck to the ground (v. [[στάδιος]], [[στατός]]), Ar.''Lys.''45, D.C.63.17:—also [[ὀρθοστάδιος]] [[χιτών]], Poll.7.49, Eust.1166.55.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρθοστάδιον:''' (ᾰ) τό ортостадий (длинное женское платье без пояса) Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρθοστάδιον''': [ᾰ], τό, χιτὼν [[ἄνευ]] ζώνης, καταπίπτων ἐν πτυχαῖς ἀπὸ τοῦ τραχήλου εἰς τὸ [[ἔδαφος]], Λατ. tunica recta ἢ talaris (ἴδε ἐν λ. [[στάδιος]], [[στατός]]), Ἀριστοφ. Λυσ. 45, Δίων Κ. 63. 17: [[ὡσαύτως]] ὀρθοστάδιος [[χιτών]], [[Πολυδ]]. Ζ´, 48, Εὐστ. 466. 55. ― Πρβλ Müller Eum. § 34. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀρθοστάδιοι χιτῶνες· οἱ δὲ συρόμενοι συρτοί».
|lstext='''ὀρθοστάδιον''': [ᾰ], τό, χιτὼν [[ἄνευ]] ζώνης, καταπίπτων ἐν πτυχαῖς ἀπὸ τοῦ τραχήλου εἰς τὸ [[ἔδαφος]], Λατ. tunica recta ἢ talaris (ἴδε ἐν λ. [[στάδιος]], [[στατός]]), Ἀριστοφ. Λυσ. 45, Δίων Κ. 63. 17: [[ὡσαύτως]] ὀρθοστάδιος [[χιτών]], Πολυδ. Ζ´, 48, Εὐστ. 466. 55. ― Πρβλ Müller Eum. § 34. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀρθοστάδιοι χιτῶνες· οἱ δὲ συρόμενοι συρτοί».
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀρθοστάδιον]], τὸ (Α)<br />[[είδος]] χιτώνα [[χωρίς]] [[ζώνη]], ο [[οποίος]] έφτανε ώς το [[έδαφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[στάδιος]] «[[σταθερός]], [[ευσταθής]]» (<span style="color: red;"><</span> [[ἵστημι]])].
}}
}}

Latest revision as of 10:50, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθοστάδιον Medium diacritics: ὀρθοστάδιον Low diacritics: ορθοστάδιον Capitals: ΟΡΘΟΣΤΑΔΙΟΝ
Transliteration A: orthostádion Transliteration B: orthostadion Transliteration C: orthostadion Beta Code: o)rqosta/dion

English (LSJ)

[ᾰ], τό, a loose, ungirded tunic, which hung down in straight folds from the neck to the ground (v. στάδιος, στατός), Ar.Lys.45, D.C.63.17:—also ὀρθοστάδιος χιτών, Poll.7.49, Eust.1166.55.

Russian (Dvoretsky)

ὀρθοστάδιον: (ᾰ) τό ортостадий (длинное женское платье без пояса) Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθοστάδιον: [ᾰ], τό, χιτὼν ἄνευ ζώνης, καταπίπτων ἐν πτυχαῖς ἀπὸ τοῦ τραχήλου εἰς τὸ ἔδαφος, Λατ. tunica recta ἢ talaris (ἴδε ἐν λ. στάδιος, στατός), Ἀριστοφ. Λυσ. 45, Δίων Κ. 63. 17: ὡσαύτως ὀρθοστάδιος χιτών, Πολυδ. Ζ´, 48, Εὐστ. 466. 55. ― Πρβλ Müller Eum. § 34. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀρθοστάδιοι χιτῶνες· οἱ δὲ συρόμενοι συρτοί».

Greek Monolingual

ὀρθοστάδιον, τὸ (Α)
είδος χιτώνα χωρίς ζώνη, ο οποίος έφτανε ώς το έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + στάδιος «σταθερός, ευσταθής» (< ἵστημι)].