ὑπόσαλος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(6_18)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=yposalos
|Transliteration C=yposalos
|Beta Code=u(po/salos
|Beta Code=u(po/salos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">under the sea</b>, νησίον <span class="bibl"><span class="title">Stad.</span>72</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">shaken underneath, undermined</b>, γῆ Plu.2.434c (<b class="b3">ὑπὸ σάλου</b> codd.); <b class="b3">ὀδόντες ὑ</b>. <b class="b2">loose</b> teeth, Dsc.1.105.5.</span>
|Definition=ὑπόσαλον,<br><span class="bld">A</span> [[under the sea]], νησίον ''Stad.''72.<br><span class="bld">II</span> [[shaken underneath]], [[undermined]], γῆ Plu.2.434c (<b class="b3">ὑπὸ σάλου</b> codd.); <b class="b3">ὀδόντες ὑ.</b> [[loose]] teeth, Dsc.1.105.5.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1231.png Seite 1231]] unter der Woge, bes. auf offenem, wogendem Meere. Dah. ein wenig schwankend, Plut.; ὀδόντες, etwas wackelnde Zähne, Diosc.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1231.png Seite 1231]] unter der Woge, bes. auf offenem, wogendem Meere. Dah. ein wenig schwankend, Plut.; ὀδόντες, etwas wackelnde Zähne, Diosc.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a les flots sous lui ; vacillant.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[σάλος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπόσᾰλος:''' досл. покачивающийся на море, перен. качающийся, сотрясающийся (ἡ γῆ Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπόσᾰλος''': -ον, ὁ ὑπὸ τὴν θάλασσαν, [[νησίον]] Georg. Gr. min. τ. 2, σ. 449, Gail. ΙΙ. ὑποσειόμενος ὡς ὑπὸ θαλάσσης [[κάτωθεν]], σειόμενος [[κάτωθεν]], τῆς γῆς ὑποσάλου γενομένης, διάφορ. γραφ. ἐν Πλουτ. 2. 434C· ὀδόντες ὑπ., χαλαροὶ ὀδόντες, ὑποσαλευόμενοι, Διοσκ. 5. 119.
|lstext='''ὑπόσᾰλος''': -ον, ὁ ὑπὸ τὴν θάλασσαν, [[νησίον]] Georg. Gr. min. τ. 2, σ. 449, Gail. ΙΙ. ὑποσειόμενος ὡς ὑπὸ θαλάσσης [[κάτωθεν]], σειόμενος [[κάτωθεν]], τῆς γῆς ὑποσάλου γενομένης, διάφορ. γραφ. ἐν Πλουτ. 2. 434C· ὀδόντες ὑπ., χαλαροὶ ὀδόντες, ὑποσαλευόμενοι, Διοσκ. 5. 119.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από [[θάλασσα]], [[ιδίως]] ταραγμένη<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) αυτός που σαλεύει, που ταρακουνιέται λίγο («τῆς γῆς ὑποσάλου γενομένης», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ὀδόντες ὑπόσαλοι» — δόντια που κουνιούνται, που [[είναι]] έτοιμα να πέσουν <b>(Διόσκ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σάλος]] «[[κίνηση]], [[ταραχή]], [[τρικυμία]]»].
}}
}}

Latest revision as of 10:45, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόσᾰλος Medium diacritics: ὑπόσαλος Low diacritics: υπόσαλος Capitals: ΥΠΟΣΑΛΟΣ
Transliteration A: hypósalos Transliteration B: hyposalos Transliteration C: yposalos Beta Code: u(po/salos

English (LSJ)

ὑπόσαλον,
A under the sea, νησίον Stad.72.
II shaken underneath, undermined, γῆ Plu.2.434c (ὑπὸ σάλου codd.); ὀδόντες ὑ. loose teeth, Dsc.1.105.5.

German (Pape)

[Seite 1231] unter der Woge, bes. auf offenem, wogendem Meere. Dah. ein wenig schwankend, Plut.; ὀδόντες, etwas wackelnde Zähne, Diosc.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a les flots sous lui ; vacillant.
Étymologie: ὑπό, σάλος.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόσᾰλος: досл. покачивающийся на море, перен. качающийся, сотрясающийся (ἡ γῆ Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόσᾰλος: -ον, ὁ ὑπὸ τὴν θάλασσαν, νησίον Georg. Gr. min. τ. 2, σ. 449, Gail. ΙΙ. ὑποσειόμενος ὡς ὑπὸ θαλάσσης κάτωθεν, σειόμενος κάτωθεν, τῆς γῆς ὑποσάλου γενομένης, διάφορ. γραφ. ἐν Πλουτ. 2. 434C· ὀδόντες ὑπ., χαλαροὶ ὀδόντες, ὑποσαλευόμενοι, Διοσκ. 5. 119.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που βρίσκεται κάτω από θάλασσα, ιδίως ταραγμένη
2. (κατ' επέκτ.) αυτός που σαλεύει, που ταρακουνιέται λίγο («τῆς γῆς ὑποσάλου γενομένης», Πλούτ.)
3. φρ. «ὀδόντες ὑπόσαλοι» — δόντια που κουνιούνται, που είναι έτοιμα να πέσουν (Διόσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + σάλος «κίνηση, ταραχή, τρικυμία»].