καταύω: Difference between revisions

From LSJ

Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold

Menander, Monostichoi, 276
(6_2)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katayo
|Transliteration C=katayo
|Beta Code=katau/w
|Beta Code=katau/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[καθαιρέω]], <b class="b2">destroy</b>, τὰν Μῶσαν καταύσεις <span class="bibl">Alcm.95</span>; cf. <b class="b3">καθαῦσαι· ἀφανίσαι, καταῦσαι· καταυλῆσαι</b> (<b class="b3">καταντλῆσαι</b> Lobeck), <b class="b3">καταδῦσαι</b>, Hsch.; cf. [[αὔω]] (A), <b class="b3">ἐν</b>- (A), <b class="b3">ἐξ</b>- (B), <b class="b3">προσ-αύω</b>.</span>
|Definition== [[καθαιρέω]], [[destroy]], τὰν Μῶσαν καταύσεις Alcm.95; cf. <b class="b3">καθαῦσαι· ἀφανίσαι, καταῦσαι· καταυλῆσαι</b> ([[καταντλῆσαι]] Lobeck), [[καταδῦσαι]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; cf. [[αὔω]] (A), [[ἐν]]- (A), [[ἐξ]]- (B), <b class="b3">προσ-αύω</b>.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταύω''': [[καταστρέφω]], τὰν Μῶσαν καταύσεις Ἀλκμὰν (89) παρ᾿ Εὐστ., ἑρμηνεύοντι τὸ καταύσεις διὰ τοῦ ἀφανίσεις· πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 972 τὰς Μούσας ἀφανίζων· οὕτω παρ᾿ Ἡσυχ. «καθαῦσαι· ἀφανίσαι» καὶ «καταῦσαι· καταντλῆσαι» (ἐκ διορθώσεως τοῦ Λοβεκ.), καταδῦσαι. Ὁ Λοβέκ. εἰς Αἴ. σ. 358 συμπεραίνει ὅτι αἱ σημασίαι αἱ ἀποδιδόμεναι εἰς τοῦτο τὸ [[ῥῆμα]] καὶ εἰς τὸ προσαῦσαι (ἴδε [[προσαύω]]) ὑποδεικνύουσι ῥίζαν αὔω = [[αἴρω]]· πρβλ. ἐξαυστὴρ παρ᾿ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 2, Nack2, καὶ τὸ Λατιν. haurire.
|lstext='''καταύω''': [[καταστρέφω]], τὰν Μῶσαν καταύσεις Ἀλκμὰν (89) παρ᾿ Εὐστ., ἑρμηνεύοντι τὸ καταύσεις διὰ τοῦ ἀφανίσεις· πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 972 τὰς Μούσας ἀφανίζων· οὕτω παρ᾿ Ἡσυχ. «καθαῦσαι· ἀφανίσαι» καὶ «καταῦσαι· καταντλῆσαι» (ἐκ διορθώσεως τοῦ Λοβεκ.), καταδῦσαι. Ὁ Λοβέκ. εἰς Αἴ. σ. 358 συμπεραίνει ὅτι αἱ σημασίαι αἱ ἀποδιδόμεναι εἰς τοῦτο τὸ [[ῥῆμα]] καὶ εἰς τὸ προσαῦσαι (ἴδε [[προσαύω]]) ὑποδεικνύουσι ῥίζαν αὔω = [[αἴρω]]· πρβλ. ἐξαυστὴρ παρ᾿ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 2, Nack2, καὶ τὸ Λατιν. haurire.
}}
{{grml
|mltxt=[[καταύω]] (Α)<br />[[καθαιρώ]], [[καταστρέφω]], [[αφανίζω]] («τὰν Μῶσαν καταύσεις», Αλκμ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>αὔω</i> (Ι) «[[ανάβω]]»].
}}
}}

Latest revision as of 16:06, 24 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταύω Medium diacritics: καταύω Low diacritics: καταύω Capitals: ΚΑΤΑΥΩ
Transliteration A: kataúō Transliteration B: katauō Transliteration C: katayo Beta Code: katau/w

English (LSJ)

= καθαιρέω, destroy, τὰν Μῶσαν καταύσεις Alcm.95; cf. καθαῦσαι· ἀφανίσαι, καταῦσαι· καταυλῆσαι (καταντλῆσαι Lobeck), καταδῦσαι, Hsch.; cf. αὔω (A), ἐν- (A), ἐξ- (B), προσ-αύω.

German (Pape)

[Seite 1387] versengen, vertilgen, Alcm. fr. 896; Eust. 1547, 60.

Greek (Liddell-Scott)

καταύω: καταστρέφω, τὰν Μῶσαν καταύσεις Ἀλκμὰν (89) παρ᾿ Εὐστ., ἑρμηνεύοντι τὸ καταύσεις διὰ τοῦ ἀφανίσεις· πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 972 τὰς Μούσας ἀφανίζων· οὕτω παρ᾿ Ἡσυχ. «καθαῦσαι· ἀφανίσαι» καὶ «καταῦσαι· καταντλῆσαι» (ἐκ διορθώσεως τοῦ Λοβεκ.), καταδῦσαι. Ὁ Λοβέκ. εἰς Αἴ. σ. 358 συμπεραίνει ὅτι αἱ σημασίαι αἱ ἀποδιδόμεναι εἰς τοῦτο τὸ ῥῆμα καὶ εἰς τὸ προσαῦσαι (ἴδε προσαύω) ὑποδεικνύουσι ῥίζαν αὔω = αἴρω· πρβλ. ἐξαυστὴρ παρ᾿ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 2, Nack2, καὶ τὸ Λατιν. haurire.

Greek Monolingual

καταύω (Α)
καθαιρώ, καταστρέφω, αφανίζω («τὰν Μῶσαν καταύσεις», Αλκμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + αὔω (Ι) «ανάβω»].