λίγα: Difference between revisions

From LSJ

ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small

Source
(6_3)
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=liga
|Transliteration C=liga
|Beta Code=li/ga
|Beta Code=li/ga
|Definition=[ῐ], Adv. of <b class="b3">λῐγύς</b> (cf. <b class="b3">τάχα, ὦκα</b>, etc.), <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">in loud, clear tone</b>, ἀμφ' αὐτῷ χυμένη λίγ' ἐκώκυε <span class="bibl">Il.19.284</span>, cf. <span class="bibl">Od.8.527</span>; <b class="b3">λίγ' ἄειδεν</b> <b class="b2">in clear, sweet tone</b>, <span class="bibl">10.254</span>, cf. <span class="bibl">Alcm.59</span>, <span class="bibl">Thgn.939</span>; ζεφύρου λ. κινυμένοιο <span class="bibl">A.R. 4.837</span>.</span>
|Definition=[ῐ], Adv. of [[λιγύς]] (cf. [[τάχα]], [[ὦκα]], etc.), [[in loud]], [[clear tone]], ἀμφ' αὐτῷ χυμένη λίγ' ἐκώκυε Il.19.284, cf. Od.8.527; <b class="b3">λίγ' ἄειδεν</b> [[in clear]], [[sweet tone]], 10.254, cf. Alcm.59, Thgn.939; ζεφύρου λ. κινυμένοιο A.R. 4.837.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0043.png Seite 43]] adv. zu [[λιγύς]] (wie ὦκα zu [[ὠκύς]]), helltönend, laut; κωκύειν, Od. 8, 527 Il. 19, 284; [[ἀείδω]], Od. 10, 254; sp. D., Ζεφύρου [[λίγα]] κινυμένοιο Ap. Rh. 4, 837.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0043.png Seite 43]] adv. zu [[λιγύς]] (wie ὦκα zu [[ὠκύς]]), helltönend, laut; κωκύειν, Od. 8, 527 Il. 19, 284; [[ἀείδω]], Od. 10, 254; sp. D., Ζεφύρου [[λίγα]] κινυμένοιο Ap. Rh. 4, 837.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br /><i>c.</i> [[λιγέως]].
}}
{{elru
|elrutext='''λίγᾰ:''' (ῐ) adv. Hom. = [[λιγέως]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λίγᾰ''': [ῐ], Ἐπίρρ. τοῦ [[λιγύς]], (πρβλ. [[σάφα]], [[τάχα]], ὦκα), λιγέως, [[μετὰ]] [[μεγάλης]] καὶ ἠχηρᾶς φωνῆς, ἀμφ’ αὐτῷ χυμένη [[λίγα]] κώκυε, «ἐθρήνει [[ὀξέως]]» (Σχολ.), Ἰλ. Τ. 284, πρβλ. Ὀδ. Θ. 527· λίγ’ ἄειδεν, μὲ φωνὴν καθαράν, ἠχηρὰν καὶ γλυκεῖαν, Κ. 254, πρβλ. Ἀλκμᾶνα 59· ζεφύρου λ. κινυμένοιο Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 837., Ἡσύχ.
|lstext='''λίγᾰ''': [ῐ], Ἐπίρρ. τοῦ [[λιγύς]], (πρβλ. [[σάφα]], [[τάχα]], ὦκα), λιγέως, μετὰ [[μεγάλης]] καὶ ἠχηρᾶς φωνῆς, ἀμφ’ αὐτῷ χυμένη [[λίγα]] κώκυε, «ἐθρήνει [[ὀξέως]]» (Σχολ.), Ἰλ. Τ. 284, πρβλ. Ὀδ. Θ. 527· λίγ’ ἄειδεν, μὲ φωνὴν καθαράν, ἠχηρὰν καὶ γλυκεῖαν, Κ. 254, πρβλ. Ἀλκμᾶνα 59· ζεφύρου λ. κινυμένοιο Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 837., Ἡσύχ.
}}
{{Autenrieth
|auten=([[λιγύς]]): adv., [[clear]], [[loudly]], ἀείδειν, κωκύειν.
}}
{{grml
|mltxt=[[λίγα]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> <b>βλ.</b> [[λιγύς]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λίγᾰ:''' [ῐ], επίρρ. του [[λιγύς]], με δυνατή και καθαρή [[φωνή]], σε Όμηρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[adverb of [[λιγύς]]<br />in [[loud]] [[clear]] [[tone]], Hom.
}}
}}

Latest revision as of 10:45, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λίγᾰ Medium diacritics: λίγα Low diacritics: λίγα Capitals: ΛΙΓΑ
Transliteration A: líga Transliteration B: liga Transliteration C: liga Beta Code: li/ga

English (LSJ)

[ῐ], Adv. of λιγύς (cf. τάχα, ὦκα, etc.), in loud, clear tone, ἀμφ' αὐτῷ χυμένη λίγ' ἐκώκυε Il.19.284, cf. Od.8.527; λίγ' ἄειδεν in clear, sweet tone, 10.254, cf. Alcm.59, Thgn.939; ζεφύρου λ. κινυμένοιο A.R. 4.837.

German (Pape)

[Seite 43] adv. zu λιγύς (wie ὦκα zu ὠκύς), helltönend, laut; κωκύειν, Od. 8, 527 Il. 19, 284; ἀείδω, Od. 10, 254; sp. D., Ζεφύρου λίγα κινυμένοιο Ap. Rh. 4, 837.

French (Bailly abrégé)

adv.
c. λιγέως.

Russian (Dvoretsky)

λίγᾰ: (ῐ) adv. Hom. = λιγέως.

Greek (Liddell-Scott)

λίγᾰ: [ῐ], Ἐπίρρ. τοῦ λιγύς, (πρβλ. σάφα, τάχα, ὦκα), λιγέως, μετὰ μεγάλης καὶ ἠχηρᾶς φωνῆς, ἀμφ’ αὐτῷ χυμένη λίγα κώκυε, «ἐθρήνει ὀξέως» (Σχολ.), Ἰλ. Τ. 284, πρβλ. Ὀδ. Θ. 527· λίγ’ ἄειδεν, μὲ φωνὴν καθαράν, ἠχηρὰν καὶ γλυκεῖαν, Κ. 254, πρβλ. Ἀλκμᾶνα 59· ζεφύρου λ. κινυμένοιο Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 837., Ἡσύχ.

English (Autenrieth)

(λιγύς): adv., clear, loudly, ἀείδειν, κωκύειν.

Greek Monolingual

λίγα (Α)
επίρρ. βλ. λιγύς.

Greek Monotonic

λίγᾰ: [ῐ], επίρρ. του λιγύς, με δυνατή και καθαρή φωνή, σε Όμηρ.

Middle Liddell

[adverb of λιγύς
in loud clear tone, Hom.