φλεύω: Difference between revisions
(6_20) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fleyo | |Transliteration C=fleyo | ||
|Beta Code=fleu/w | |Beta Code=fleu/w | ||
|Definition=only found in compds., | |Definition=only found in compds., v. [[ἐπιφλεύω]], [[περιφλεύω]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φλεύω''': πιθαν. εὕρηται μόνον ἐν τῷ συνθέτῳ [[περιφλεύω]] παρ’ Ἡροδότῳ. | |lstext='''φλεύω''': πιθαν. εὕρηται μόνον ἐν τῷ συνθέτῳ [[περιφλεύω]] παρ’ Ἡροδότῳ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br />[[φλέγω]], [[καίω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[φλεύω]], το οποίο απαντά μόνο «εν συνθέσει» (<b>πρβλ.</b> <i>περι</i>-[[φλεύω]] / <i>περι</i>-[[φλύω]]) έχει προέλθει από τ. <i>φλέFω</i>, με [[αντιπροσώπευση]] του -<i>F</i>- στη φωνηεντική του [[μορφή]] ως -<i>υ</i>-, και ανάγεται στην απαθή [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>bhl</i>-<i>ew</i>- «[[φουσκώνω]], πρήζομαι, ρέω, [[κοχλάζω]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[φλέω]] [[[επίσης]] <span style="color: red;"><</span> <i>φλέFω</i>] και [[φλύω]]). Για τη [[σχέση]] [[ανάμεσα]] στη σημ. «[[καίω]], [[φλέγω]]» του ρ. και στη σημ. «ρέω» της ρίζας <b>πρβλ.</b> τις φρ. <i>φλὸξ ῥυεῖσα</i>, <i>ἀνακεχυμέναι φλόγες</i>, [[καθώς]] και τον στ. της Ιλ. <i>τῆς</i> δ' [[αἶψα]] κατ</i>' <i>ἀσβέστη κέχυτο [[φλόξ]]. Η [[άποψη]] ότι η [[ρίζα]] <i>bhleu</i>- του ρ. [[φλεύω]] [[πρέπει]] να αναχθεί στη [[ρίζα]] <i>bhel</i>- «[[λάμπω]], [[αστραφτερός]]» (<b>πρβλ.</b> [[φαλός]]) δεν θεωρείται πιθανή]. | |||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''φλεύω''': {*phleúō}<br />'''Grammar''': v.<br />'''See also''': s. [[φλέω]].<br />'''Page''' 2,1025 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:40, 25 August 2023
English (LSJ)
only found in compds., v. ἐπιφλεύω, περιφλεύω.
German (Pape)
[Seite 1291] sengen, brennen, verbrennen), scheint nur imcompp. περιφλεύω vorzukommen.
Greek (Liddell-Scott)
φλεύω: πιθαν. εὕρηται μόνον ἐν τῷ συνθέτῳ περιφλεύω παρ’ Ἡροδότῳ.
Greek Monolingual
Α
φλέγω, καίω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φλεύω, το οποίο απαντά μόνο «εν συνθέσει» (πρβλ. περι-φλεύω / περι-φλύω) έχει προέλθει από τ. φλέFω, με αντιπροσώπευση του -F- στη φωνηεντική του μορφή ως -υ-, και ανάγεται στην απαθή βαθμίδα της ΙΕ ρίζας bhl-ew- «φουσκώνω, πρήζομαι, ρέω, κοχλάζω» (βλ. και λ. φλέω [[[επίσης]] < φλέFω] και φλύω). Για τη σχέση ανάμεσα στη σημ. «καίω, φλέγω» του ρ. και στη σημ. «ρέω» της ρίζας πρβλ. τις φρ. φλὸξ ῥυεῖσα, ἀνακεχυμέναι φλόγες, καθώς και τον στ. της Ιλ. τῆς δ' αἶψα κατ' ἀσβέστη κέχυτο φλόξ. Η άποψη ότι η ρίζα bhleu- του ρ. φλεύω πρέπει να αναχθεί στη ρίζα bhel- «λάμπω, αστραφτερός» (πρβλ. φαλός) δεν θεωρείται πιθανή].
Frisk Etymology German
φλεύω: {*phleúō}
Grammar: v.
See also: s. φλέω.
Page 2,1025