μητράδελφος: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn

Menander, Monostichoi, 342
(6_15)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mitradelfos
|Transliteration C=mitradelfos
|Beta Code=mhtra/delfos
|Beta Code=mhtra/delfos
|Definition=[ᾰδ], Dor. ματρᾰδελφεός, <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>8.35</span>: ὁ and ἡ:—<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">mother's brother</b> or <b class="b2">sister, uncle</b> or <b class="b2">aunt</b>, <span class="bibl"><span class="title">BGU</span> 1158.3</span>, <span class="bibl">Poll.3.22</span>.</span>
|Definition=[ᾰδ], Dor. ματρᾰδελφεός, Pi.''P.''8.35: ὁ and ἡ:—[[mother's brother]] or [[sister]], [[uncle]] or [[aunt]], ''BGU'' 1158.3, Poll.3.22.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μητράδελφος''': ὁ, καὶ ἡ, ἀδελφὸς ἢ ἀδελφὴ τῆς μητρός, [[θεῖος]] ἢ [[θεία]], [[Πολυδ]]. Γ΄, 22· παρὰ Κ. Μανασσ. ἐν Χρον. 2619 μητραδέλφη, ἡ τῆς μητρὸς [[ἀδελφή]]: - παρὰ Πινδ. Π. 8. 49, μητραδελφεὸς = [[μητράδελφος]].
|lstext='''μητράδελφος''': ὁ, καὶ ἡ, ἀδελφὸς ἢ ἀδελφὴ τῆς μητρός, [[θεῖος]] ἢ [[θεία]], Πολυδ. Γ΄, 22· παρὰ Κ. Μανασσ. ἐν Χρον. 2619 μητραδέλφη, ἡ τῆς μητρὸς [[ἀδελφή]]: - παρὰ Πινδ. Π. 8. 49, μητραδελφεὸς = [[μητράδελφος]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. [[μητραδέλφη]] (ΑΜ [[μητράδελφος]])<br />ο [[αδελφός]] ή η [[αδελφή]] της μητέρας, ο [[θείος]] ή η [[θεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]], <i>μητρός</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἀδελφός]] ([[πρβλ]]. [[πατράδελφος]], [[φιλάδελφος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μητράδελφος:''' ὁ και ἡ, [[αδελφός]] ή [[αδελφή]] της μητέρας, [[θείος]] ή [[θεία]], στον Πίνδ., ματραδελφέος.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μητρ-άδελφος, ὁ, ἡ,<br />a [[mother]]'s [[brother]] or [[sister]], [[uncle]] or [[aunt]]:—in Pind., [[ματραδελφεός]].,
}}
}}

Latest revision as of 11:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητράδελφος Medium diacritics: μητράδελφος Low diacritics: μητράδελφος Capitals: ΜΗΤΡΑΔΕΛΦΟΣ
Transliteration A: mētrádelphos Transliteration B: mētradelphos Transliteration C: mitradelfos Beta Code: mhtra/delfos

English (LSJ)

[ᾰδ], Dor. ματρᾰδελφεός, Pi.P.8.35: ὁ and ἡ:—mother's brother or sister, uncle or aunt, BGU 1158.3, Poll.3.22.

German (Pape)

[Seite 179] ὁ, u. ἡ, Mutterbruder, Mutterschwester, Oheim, Base, Poll. 3, 22.

Greek (Liddell-Scott)

μητράδελφος: ὁ, καὶ ἡ, ἀδελφὸς ἢ ἀδελφὴ τῆς μητρός, θεῖοςθεία, Πολυδ. Γ΄, 22· παρὰ Κ. Μανασσ. ἐν Χρον. 2619 μητραδέλφη, ἡ τῆς μητρὸς ἀδελφή: - παρὰ Πινδ. Π. 8. 49, μητραδελφεὸς = μητράδελφος.

Greek Monolingual

ο, θηλ. μητραδέλφη (ΑΜ μητράδελφος)
ο αδελφός ή η αδελφή της μητέρας, ο θείος ή η θεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + ἀδελφός (πρβλ. πατράδελφος, φιλάδελφος)].

Greek Monotonic

μητράδελφος: ὁ και ἡ, αδελφός ή αδελφή της μητέρας, θείος ή θεία, στον Πίνδ., ματραδελφέος.

Middle Liddell

μητρ-άδελφος, ὁ, ἡ,
a mother's brother or sister, uncle or aunt:—in Pind., ματραδελφεός.,