ἀπροκάλυπτος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it
(6_17) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aprokalyptos | |Transliteration C=aprokalyptos | ||
|Beta Code=a)proka/luptos | |Beta Code=a)proka/luptos | ||
|Definition=[κᾰ], ον, | |Definition=[κᾰ], ον, [[undisguised]]. Adv. [[ἀπροκαλύπτως]] Chio ''Ep.''7.3, 13.3. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπροκάλυπτος''': -ον, μὴ κεκαλυμμένος: - Ἐπίρρ. -πτως, φανερά, τάδε περὶ [[αὐτοῦ]] [[λελυμένως]] καὶ ἀπροκαλύπτως ἐδήλωσα Χίωνος Ἐπιστ. 7. 3. | |lstext='''ἀπροκάλυπτος''': -ον, μὴ κεκαλυμμένος: - Ἐπίρρ. -πτως, φανερά, τάδε περὶ [[αὐτοῦ]] [[λελυμένως]] καὶ ἀπροκαλύπτως ἐδήλωσα Χίωνος Ἐπιστ. 7. 3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀπροκάλυπτος]], -ον)<br />ο [[χωρίς]] προσχήματα και περιστροφές, ο [[ειλικρινής]] («απροκάλυπτη [[ομολογία]]»). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:47, 25 August 2023
English (LSJ)
[κᾰ], ον, undisguised. Adv. ἀπροκαλύπτως Chio Ep.7.3, 13.3.
German (Pape)
[Seite 338] unverdeckt, unverhohlen; Adv., Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπροκάλυπτος: -ον, μὴ κεκαλυμμένος: - Ἐπίρρ. -πτως, φανερά, τάδε περὶ αὐτοῦ λελυμένως καὶ ἀπροκαλύπτως ἐδήλωσα Χίωνος Ἐπιστ. 7. 3.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀπροκάλυπτος, -ον)
ο χωρίς προσχήματα και περιστροφές, ο ειλικρινής («απροκάλυπτη ομολογία»).