πολύκλωνος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
(6_17)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=πολῠκλωνος
|Full diacritics=πολῠ́κλωνος
|Medium diacritics=πολύκλωνος
|Medium diacritics=πολύκλωνος
|Low diacritics=πολύκλωνος
|Low diacritics=πολύκλωνος
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polyklonos
|Transliteration C=polyklonos
|Beta Code=polu/klwnos
|Beta Code=polu/klwnos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with many branches</b>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>6.2.6</span> (Comp.), Dsc.3.33; <b class="b3">ἀρτεμισία π</b>., = [[ἀμβροσία]] 4, Ps.-Dsc.3.113: neut. <b class="b3">π., τό,</b> name of a plant, <span class="title">Gp.</span>12.1.2.</span>
|Definition=πολύκλωνον, [[with many branches]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 6.2.6 (Comp.), Dsc.3.33; [[ἀρτεμισία]] πολύκλωνος = [[ἀμβροσία]] 4 ([[sea ragweed]], [[ambrose]], [[Ambrosia maritima]]), Ps.-Dsc.3.113: neut. [[πολύκλωνον]], τό, [[polyclone]], name of a [[plant]], ''Gp.''12.1.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0664.png Seite 664]] mit vielen Schößlingen, Theophr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0664.png Seite 664]] mit vielen Schößlingen, Theophr.
}}
{{elru
|elrutext='''πολύκλωνος:''' ([[многоветвистый]]) [[ветвистый]], [[широко разветвленный]] (τὰ φυτά Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύκλωνος''': -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς κλῶνας, κλωνάρια, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 7, 8 (κ. ἀλλ. -κλονος), Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 2, 6.
|lstext='''πολύκλωνος''': -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς κλῶνας, κλωνάρια, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 7, 8 (κ. ἀλλ. -κλονος), Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 2, 6.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολύκλωνος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει πολλούς κλώνους, [[πολλά]] κλαδιά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βιολ.</b> [[χαρακτηρισμός]] ενός ιστού ή μιας δομής που προέρχεται από έναν αριθμό ιδρυτικών κυττάρων ή από διάφορους κυτταρικούς κλώνους και [[επίσης]] ειδικών αντισωμάτων που έχουν ληφθεί με [[ανοσία]] ενός ζώου και αντιπροσωπεύουν τα προϊόντα διαφόρων κλώνων κυττάρων<br /><b>2.</b> (για [[καλώδιο]]) αυτός που έχει [[πολλά]] σύρματα<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ <i>πολύκλωνον</i><br />[[ονομασία]] φυτού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἀρτεμισία]] [[πολύκλωνος]]»<br /><b>βοτ.</b> η [[αμβροσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλῶνος]]), [[πρβλ]]. [[μονόκλωνος]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:41, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠ́κλωνος Medium diacritics: πολύκλωνος Low diacritics: πολύκλωνος Capitals: ΠΟΛΥΚΛΩΝΟΣ
Transliteration A: polýklōnos Transliteration B: polyklōnos Transliteration C: polyklonos Beta Code: polu/klwnos

English (LSJ)

πολύκλωνον, with many branches, Thphr. HP 6.2.6 (Comp.), Dsc.3.33; ἀρτεμισία πολύκλωνος = ἀμβροσία 4 (sea ragweed, ambrose, Ambrosia maritima), Ps.-Dsc.3.113: neut. πολύκλωνον, τό, polyclone, name of a plant, Gp.12.1.2.

German (Pape)

[Seite 664] mit vielen Schößlingen, Theophr.

Russian (Dvoretsky)

πολύκλωνος: (многоветвистый) ветвистый, широко разветвленный (τὰ φυτά Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

πολύκλωνος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς κλῶνας, κλωνάρια, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 7, 8 (κ. ἀλλ. -κλονος), Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 2, 6.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύκλωνος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει πολλούς κλώνους, πολλά κλαδιά
νεοελλ.
1. βιολ. χαρακτηρισμός ενός ιστού ή μιας δομής που προέρχεται από έναν αριθμό ιδρυτικών κυττάρων ή από διάφορους κυτταρικούς κλώνους και επίσης ειδικών αντισωμάτων που έχουν ληφθεί με ανοσία ενός ζώου και αντιπροσωπεύουν τα προϊόντα διαφόρων κλώνων κυττάρων
2. (για καλώδιο) αυτός που έχει πολλά σύρματα
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ πολύκλωνον
ονομασία φυτού
αρχ.
φρ. «ἀρτεμισία πολύκλωνος»
βοτ. η αμβροσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κλωνος (< κλῶνος), πρβλ. μονόκλωνος].