συνελευστικός: Difference between revisions

From LSJ

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
(6_11)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synelefstikos
|Transliteration C=synelefstikos
|Beta Code=suneleustiko/s
|Beta Code=suneleustiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">disposed for society</b>, <b class="b3">τὸ σ</b>. Plu.2.757c.</span>
|Definition=συνελευστική, συνελευστικόν, [[disposed for society]], <b class="b3">τὸ σ.</b> Plu.2.757c.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1014.png Seite 1014]] ή, όν, zum Umgang, zur Geselligkeit geeignet, τὸ συνελευστικόν, der Gesellschaftstrieb, Plut. amator. 14.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1014.png Seite 1014]] ή, όν, zum Umgang, zur Geselligkeit geeignet, τὸ συνελευστικόν, der Gesellschaftstrieb, Plut. amator. 14.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[qui aime le monde]], [[sociable]].<br />'''Étymologie:''' [[συνέλευσις]].
}}
{{elru
|elrutext='''συνελευστικός:''' [[общительный]] Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συνελευστικός''': -ή, -όν, ὁ διατεθειμένος πρὸς συνέλευσιν, πρὸς συναναστροφὴν ἢ κοινωνίαν, τὸ συνελευστικὸν Πλούτ. 2. 757C· ― ὁ [[τύπος]] [[οὗτος]] πρέπει πιθανῶς νὰ ἀποκατασταθῇ ἀντὶ τοῦ [[συνέλευστος]] ἐν Λεξικῷ Κυρίλλου.
|lstext='''συνελευστικός''': -ή, -όν, ὁ διατεθειμένος πρὸς συνέλευσιν, πρὸς συναναστροφὴν ἢ κοινωνίαν, τὸ συνελευστικὸν Πλούτ. 2. 757C· ― ὁ [[τύπος]] [[οὗτος]] πρέπει πιθανῶς νὰ ἀποκατασταθῇ ἀντὶ τοῦ [[συνέλευστος]] ἐν Λεξικῷ Κυρίλλου.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[συνέλευσις]]<br />ο διατεθειμένος για [[συναναστροφή]], [[κοινωνικός]].
}}
}}

Latest revision as of 09:22, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνελευστικός Medium diacritics: συνελευστικός Low diacritics: συνελευστικός Capitals: ΣΥΝΕΛΕΥΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: syneleustikós Transliteration B: syneleustikos Transliteration C: synelefstikos Beta Code: suneleustiko/s

English (LSJ)

συνελευστική, συνελευστικόν, disposed for society, τὸ σ. Plu.2.757c.

German (Pape)

[Seite 1014] ή, όν, zum Umgang, zur Geselligkeit geeignet, τὸ συνελευστικόν, der Gesellschaftstrieb, Plut. amator. 14.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui aime le monde, sociable.
Étymologie: συνέλευσις.

Russian (Dvoretsky)

συνελευστικός: общительный Plut.

Greek (Liddell-Scott)

συνελευστικός: -ή, -όν, ὁ διατεθειμένος πρὸς συνέλευσιν, πρὸς συναναστροφὴν ἢ κοινωνίαν, τὸ συνελευστικὸν Πλούτ. 2. 757C· ― ὁ τύπος οὗτος πρέπει πιθανῶς νὰ ἀποκατασταθῇ ἀντὶ τοῦ συνέλευστος ἐν Λεξικῷ Κυρίλλου.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α συνέλευσις
ο διατεθειμένος για συναναστροφή, κοινωνικός.