νεάν: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt

Menander, Monostichoi, 119
(6_5)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nean
|Transliteration C=nean
|Beta Code=nea/n
|Beta Code=nea/n
|Definition=ᾶνος, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[νέος]], <span class="bibl">A.D.<span class="title">Adv.</span> 160.8</span> (<b class="b3">νεᾶν</b> codd.), Suid.s.v. [[νεᾶνις]], <span class="bibl">Eust.335.15</span>; cf. [[ξυνάν]].</span>
|Definition=ᾶνος, ὁ, = [[νέος]], A.D.''Adv.'' 160.8 ([[νεᾶν]] codd.), Suid.s.v. [[νεᾶνις]], Eust.335.15; cf. [[ξυνάν]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεάν''': ᾶνος, ὁ, = [[νέος]], ὡς τὸ ξυνὰν = [[ξυνός]], μεγιστάν = μέγιστος, Ἀπολλ. ἐν τοῖς Α. Β. 570, Σουΐδ., Εὐστ. 335. 15· ἴδε Λοβ. Φρύνιχ. 196. Ἐντεῦθεν [[νεανίας]], κτλ.
|lstext='''νεάν''': ᾶνος, ὁ, = [[νέος]], ὡς τὸ ξυνὰν = [[ξυνός]], μεγιστάν = μέγιστος, Ἀπολλ. ἐν τοῖς Α. Β. 570, Σουΐδ., Εὐστ. 335. 15· ἴδε Λοβ. Φρύνιχ. 196. Ἐντεῦθεν [[νεανίας]], κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[νεάν]], ὁ (ΑΜ)<br />[[νέος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νέος]], [[κατά]] τα [[ξυνός]]: [[ξυνάν]], [[μέγιστος]]: [[μεγιστάν]], [[εκτός]] αν πρόκειται για δωρ. τ. ([[πρβλ]]. [[ἝλληνεςἙλλᾶνες]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:26, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεάν Medium diacritics: νεάν Low diacritics: νεάν Capitals: ΝΕΑΝ
Transliteration A: neán Transliteration B: nean Transliteration C: nean Beta Code: nea/n

English (LSJ)

ᾶνος, ὁ, = νέος, A.D.Adv. 160.8 (νεᾶν codd.), Suid.s.v. νεᾶνις, Eust.335.15; cf. ξυνάν.

German (Pape)

[Seite 234] ᾶνος, ὁ, = νέος, VLL., die μεγιστάν u. μέγιστος damit vergleichen, s. Lob. Phryn. 196.

Greek (Liddell-Scott)

νεάν: ᾶνος, ὁ, = νέος, ὡς τὸ ξυνὰν = ξυνός, μεγιστάν = μέγιστος, Ἀπολλ. ἐν τοῖς Α. Β. 570, Σουΐδ., Εὐστ. 335. 15· ἴδε Λοβ. Φρύνιχ. 196. Ἐντεῦθεν νεανίας, κτλ.

Greek Monolingual

νεάν, ὁ (ΑΜ)
νέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέος, κατά τα ξυνός: ξυνάν, μέγιστος: μεγιστάν, εκτός αν πρόκειται για δωρ. τ. (πρβλ. ἝλληνεςἙλλᾶνες)].