ἀντιφύλαξ: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
(6_3)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
|btext=ακος (ὁ) :<br />[[poste avancé de l'ennemi]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[φύλαξ]].
}}
{{pape
|ptext=ακος, ὁ, <i>[[feindlicher]] [[Wachtposten]]</i>, Luc. <i>conscr. hist</i>. 28.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντιφύλαξ:''' ᾰκος ὁ [[неприятельский наблюдательный пост]] Luc.
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντιφύλαξ''': [ῠ], ὁ, τεταγμένος νὰ ἀντιφυλάσσῃ, ὁ ἀντιφυλάσσων [[φρουρός]], φύλακας καὶ ἀντιφύλακας Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. συγγρ. 28˙ κατ’ ἄλλους [[ὅμως]] ἐκδότας φυλακὰς καὶ ἀντιφυλακάς. Ἴδε ἔκδ. Ἰακωψίου ἐν τόπῳ.
|lstext='''ἀντιφύλαξ''': [ῠ], ὁ, τεταγμένος νὰ ἀντιφυλάσσῃ, ὁ ἀντιφυλάσσων [[φρουρός]], φύλακας καὶ ἀντιφύλακας Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. συγγρ. 28˙ κατ’ ἄλλους [[ὅμως]] ἐκδότας φυλακὰς καὶ ἀντιφυλακάς. Ἴδε ἔκδ. Ἰακωψίου ἐν τόπῳ.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀντιφύλαξ:''' [ῠ], ὁ, [[κάποιος]] που έχει τοποθετηθεί για να προφυλάττει, σε Λουκ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=one posted to [[watch]] [[another]], Luc.
}}
}}

Latest revision as of 09:00, 11 May 2023

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
poste avancé de l'ennemi.
Étymologie: ἀντί, φύλαξ.

German (Pape)

ακος, ὁ, feindlicher Wachtposten, Luc. conscr. hist. 28.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιφύλαξ: ᾰκος ὁ неприятельский наблюдательный пост Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιφύλαξ: [ῠ], ὁ, τεταγμένος νὰ ἀντιφυλάσσῃ, ὁ ἀντιφυλάσσων φρουρός, φύλακας καὶ ἀντιφύλακας Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. συγγρ. 28˙ κατ’ ἄλλους ὅμως ἐκδότας φυλακὰς καὶ ἀντιφυλακάς. Ἴδε ἔκδ. Ἰακωψίου ἐν τόπῳ.

Greek Monotonic

ἀντιφύλαξ: [ῠ], ὁ, κάποιος που έχει τοποθετηθεί για να προφυλάττει, σε Λουκ.

Middle Liddell

one posted to watch another, Luc.